Jean Vautrin - Jasques Tardi, Η Κραυγή του Λαού, Ιστορίες από την Παρισινή Κομμούνα

 

Jean Vautrin - Jasques Tardi, Η Κραυγή του Λαού, Ιστορίες από την Παρισινή Κομμούνα, εκδ ΚΨΜ, Αθήνα 2011, σελ. 320, 37,80 €

 

Από τις εκδόσεις ΚΨΜ κυκλοφόρησε το Η Κραυγή του Λαού, Ιστορίες από την Παρισινή Κομμούνα, ένα λαϊκό εικονογραφημένο μυθιστόρημα από την Παρισινή Κομμούνα. Μέσα από την αγωνιώδη πλοκή της αστυνομικής του ιστορίας, το βιβλίο δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να γνωριστεί με τα βασικά γεγονότα και τις συγκρούσεις της Κομμούνας, δοσμένα από τα κάτω, με μια ρεαλιστική οπτική που χάνεται συχνά στις επίσημες ιστορικές αφηγήσεις. Παρουσιάζουμε εδώ τον κατατοπιστικό πρόλογο της Ξένιας Μαρίνου.

 

Πρόλογος στην Ελληνική έκδοση

 

της Ξένιας Μαρίνου

 

Παριζιάνοι, ο αγώνας δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί από κανέναν, γιατί είναι ο αγώνας του μέλλοντος ενάντια στο παρελθόν, της Ελευθερίας ενάντια στο δεσποτισμό, της Ισότητας ενάντια στο μονοπώλιο, της Αδελφοσύνης ενάντια στην υποτέλεια, της Αλληλεγγύης των λαών ενάντια στον εγωισμό των καταπιεστών.

ΣΤΑ ΟΠΛΑ!

(Από το τελευταίο φύλλο της Journal Officiel de la République Française sous LA COMMUNE, 24-5-1871)

 

 

Παρίσι 1871. Η Μητρόπολη των κοινωνικών αναταραχών έχει ήδη αναδιαμορφωθεί χωροταξικά από την Β’ Αυτοκρατορία (1852-1870), με την υλοποίηση των σχεδίων του Βαρόνου Οσμάν (ιδιαίτερα την περίοδο 1858-1868), σε μια προσπάθεια διωγμού των εργατών από το κέντρο και απομάκρυνσής τους στα περίχωρα. Παράλληλα, τα τείχη της πόλης, παλαιότερη ιδέα του Θιέρσου (επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας της προσωρινής Κυβέρνησης της 17ης Φλεβάρη 1871), κατασκευάζονται με το άλλοθι της προστασίας της πρωτεύουσας από εξωτερική απειλή, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν—στα σχέδια του Ναπολέοντα Γ’--τον αποτελεσματικότερο τρόπο απομόνωσης και καταστολής κάθε προσπάθειας κοινωνικής εξέγερσης. Στη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου η ιδέα αυτή γυρίζει μπούμερανγκ και το Παρίσι υφίσταται σταδιακά πλήρη αποκλεισμό με τη διακοπή κάθε μορφής ανεφοδιασμού. Οι στρατιώτες και οι ναύτες περιμένουν διαταγές που δεν έρχονται ποτέ, οι εργάτες στην κατασκευή όπλων και πυρομαχικών δουλεύουν με δική τους πρωτοβουλία και ο κατευθυνόμενος Τύπος μιλά για νίκες των Γάλλων σε μάχες που στην πραγματικότητα τους τελευταίους μήνες είναι μόνο εικονικές. Μόνη έννοια της Κυβέρνησης Εθνικής Αμύνης φαίνεται η ικανοποίηση της αδυναμίας του Θιέρσου για εξουσία, και μόνος τρόπος στα μάτια τους για απόκτηση και διατήρηση της εξουσίας αυτής μοιάζει εδώ και καιρό η συνθηκολόγηση. Όταν τελειώνει ο γαλλοπρωσικός, η πόλη βγαίνει ηττημένη, εξαντλημένη μα πάνω απ’ όλα θυμωμένη για μια ανακωχή που μοιάζει να έχει από πριν συμφωνηθεί χωρίς να υπάρξει η αυτονόητη από το λαό αντίσταση.

Η απόπειρα απομάκρυνσης από το ύψωμα της Μονμάρτης, των κανονιών, των τελευταίων δηλαδή αμυντικών όπλων του Παρισιού, θα σταθεί η αφορμή για το ξέσπασμα της πρώτης κοινωνικής επανάστασης. Η πόλη ξυπνά και οι εργάτες αναλαμβάνουν δράση ενώ η κυβέρνηση του Θιέρσου από τις πρώτες μέρες απομακρύνεται και οργανώνεται στις Βερσαλλίες. Οι Κομμουνάροι ανοίγουν τις φυλακές και απελευθερώνουν πολιτικούς κρατουμένους που στην πλειοψηφία τους, τάσσονται μαζί τους. Κατόπιν, με διάταγμα, θέτουν υπό τη σημαία της Κομμούνας όλους τους ξένους εθελοντές – ανάμεσά τους, Πολωνοί, Ιταλοί, Ιρλανδοί (κυρίως Φένιαν), ακόμα και Έλληνες- και τονίζουν μέσα από κείμενα και μπροσούρες ότι ο στόχος τους δεν είναι εθνικοαπελευθερωτικός, αλλά ταξικός, καλώντας στον αγώνα τόσο τις επαρχιακές πόλεις της Γαλλίας όσο και τους λαούς άλλων χωρών. Μέσα σε δυό περίπου μήνες η Κομμούνα οραματίζεται και κατορθώνει, παρά το πλήθος απειλών που δέχεται, να υλοποιήσει σε κάποιο βαθμό, αρκετά από τα σχέδιά της. Ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους, η δήμευση και απαλλοτροίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η προστασία των ορφανών της Κομμούνας, η ισότιμη αναγνώριση έγγαμων και άγαμων μητέρων είναι μόνο η αρχή από τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που οραματίζεται για τη συγκρότηση ενός δίκαιου και βιώσιμου κόσμου.

Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, εργάτες και αστοί, κομμουνιστές, σοσιαλιστές, μέλη της Διεθνούς, αναρχικοί, Ιακωβίνοι, μασόνοι, στήνουν την μεγαλύτερη ενδεχομένως περιπέτεια του 19ου αιώνα. Στο πλευρό τους, πρόσωπα που ήδη πρωταγωνιστούν από καιρό ή ξεχωρίζουν τώρα κατά την εξέλιξη των γεγονότων: Ριγκό, Μπλανκί, Λουίζ Μισέλ, Ρεκλύ, Βαρλάν και άλλοι. Μέσα από την αστυνομική πλοκή που εντάσσεται και εξελίσσεται στις μέρες της Κομμούνας ο Vautrin αναπτύσσει δύο αφηγήσεις με τρομακτικό σασπένς, μια ιστορική και μια μυθοπλαστική, που διασταυρώνονται και κορυφώνονται με τη σφαγή των εργατών την αιματηρή εβδομάδα. Τη νύχτα της 18ης Μάρτη η αστυνομία ψαρεύει στα νερά του Σηκουάνα το πτώμα μιας κοπέλας, με ένα γυάλινο, αριθμημένο μάτι κλεισμένο στην παλάμη της σαν σφραγίδα των εκτελεστών της. Στη σκηνή του εγκλήματος σπεύδει ο σιχαμερός επιθεωρητής Μπαρτελεμί και η αποστολή που του αναθέτουν είναι να εντοπίσει τον αστυνόμο Γκροντάν, παλιό “λαγωνικό” της αστυνομίας. Το ίδιο βράδυ στην Μονμάρτη ο Ταρπανιάν, επικεφαλής του 88ου τάγματος, υπό την πίεση των εξεγερμένων, παρακούει τις εντολές του Θιέρσου, αφήνει τα κανόνια στο ύψωμα της Μονμάρτης και το τάγμα του αδελφώνεται με τον αντάρτη λαό. Τη σκηνή παρακολουθεί ο Γκροντάν, με το μυαλό βουτηγμένο σε ένα παλιότερο έγκλημα, τη δολοφονία της θετής του κόρης, και την πεποίθηση πως πίσω από τον αποτρόπαιο φόνο, βρίσκεται ο τωρινός ήρωας της Κομμούνας, Ταρπανιάν. Ένα ανελέητο ανθρωποκυνηγητό ξεκινά στα λιμέρια της επανάστασης, με ανατροπές που κορυφώνονται στις τελευταίες σελίδες.

Στόχος του Vautrin μοιάζει η εξοικείωση του αναγνώστη με τον μύθο που λέγεται Κομμούνα και προκειμένου να πολεμήσει την καταχνιά της λήθης, επιμένει περισσότερο στην απλή εξιστόρηση των σημαντικότερων γεγονότων, παρά στην ανάλυσή τους, για αυτό και οι όποιες λίγες ιστορικές ανακρίβειες και αντιφάσεις μοιάζουν να είναι εσκεμμένες, προκειμένου να συνδυαστούν και να μείνουν στην μνήμη πρόσωπα και πράξεις. Η ιστορία του συμπληρώνεται και προχωρά μέσα από επίσημα κείμενα του Κεντρικού Κομιτάτου, αποσπάσματα εφημερίδων της εποχής, αφίσες του Εθνικού Τυπογραφείου, αλλά και κουβέντες, έτσι ακριβώς όπως μεταφέρθηκαν από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων. Σημασιολογικό φορτίο έχουν οι διάλογοι, αλλά και οι μισές κουβέντες των περαστικών, με σαφή διάκριση ανάμεσα στη γλώσσα των αγράμματων, των μορφωμένων, των δημοσιογράφων, των νταβατζήδων, των εργατών. Οι νύξεις και οι υπαινιγμοί σε πρόσωπα και γεγονότα είναι αναρίθμητοι, δίνοντας ερέθισμα στη σκέψη, δίχως όμως να αναλώνεται σε απλές ιστορικές πληροφορίες και χωρίς να χάνει ποτέ το στόχο της μυθοπλασίας.

Τη διαδρομή απογειώνει εικαστικά ο κορυφαίος σχεδιαστής κόμικ κατορθώνοντας ένα πραγματικό ταξίδι στην πρώτη Άνοιξη των λαών. Κινηματογραφιστής πιστός της ιστορίας, ο Tardi, παρακολουθεί από κοντά τη δράση των ηρώων του, στους δρόμους, τα οδοφράγματα και τις πλατείες, σκιαγραφώντας τα βήματα και την εξέλιξη του πρώτου ταξικού πολέμου στα στενά του Παρισιού. Η πένα του λαμβάνει υπόψη και αποδίδει στο ακέραιο την καινούρια χωροταξία, σε ένα Παρίσι που έχει πια διαμορφωθεί μέσα από συμφέροντα σαφώς αντικρουόμενα, με την κατεδάφιση των παλιών εργατικών συνοικιών, την γκετοποίηση των λαϊκών τάξεων στα προάστια και την μεταμόρφωση του 1ου Διαμερίσματος σε κέντρο εξουσίας και καταστολής. Μόνο που τις μέρες της Κομμούνας, η πόλη ξαναγυρίζει στο λαό της, οργανώνεται και λειτουργεί όπως την θέλει αυτός. Οι φιγούρες του Tardi, είτε πρόκειται για τους ήρωες της αστυνομικής ιστορίας, κυρίως όμως για τους γνωστούς και άγνωστους Κομμουνάρους, μεταδίδουν ανατριχιαστικά μια γκάμα συναισθημάτων που κατακλύζουν και οργώνουν την πόλη σε κάθε της κίνηση.

Έναν αιώνα μετά την Αρετή και Τρομοκρατία του Ροβεσπιέρου, οι Κομμουνάροι έρχονται να θυμίσουν ότι η Αρετή δίχως Τρομοκρατία θα αποτελούσε ένδειξη πολιτικής οπισθοδρόμησης, μιας και όταν χάνονται τα προσχήματα, η επαναστατική βία των λαών είναι ο τελικός τρόπος αντίστασης στη βία των εξουσιαστών τους. Οι εικόνες της πόλης, με την απίστευτη αναπαράσταση του Δημαρχείου που κόβει την ανάσα, και εκείνες του φλεγόμενου Παρισιού να ζεσταίνουν ένα συλλογικό όραμα που κρατά ακόμα, δείχνουν σήμερα όλα εκείνα που σηματοδοτήθηκαν για πρώτη φορά τότε. Η Κομμούνα είναι στα αλήθεια ο κόμβος της μετάβασης από το παρελθόν στο μέλλον. Είναι η απόδειξη της ταξικής συνείδησης των αδικημένων, το πρώτο βήμα της Ιστορίας μας, η ρεαλιστική θεώρηση της δύναμής μας, το πέρασμα από την ανυπακοή στην αντεπίθεση. Κόντρα στην πλάνη της εξουσίας, συλλογική μνήμη της Κομμούνας δεν είναι η πτώση μας, αλλά η έναρξη μιας υπόθεσης που δεν έχει κλείσει ακόμα.