Friedrich Engels, Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου· Chris Harman, Ο Ένγκελς και η Καταγωγή της Ανθρώπινης Κοινωνίας

 

Friedrich Engels, Ο Ρόλος της Εργασίας στην Εξανθρώπιση του Πιθήκου· Chris Harman, Ο Ένγκελς και η Καταγωγή της Ανθρώπινης Κοινωνίας, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2011, σελ. 156, 12 €

 

του Χρήστου Κεφαλή

 

Μια ενδιαφέρουσα έκδοση πάνω στα θέματα του ιστορικού υλισμού κυκλοφόρησε πρόσφατα από το “Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο”. Περιλαμβάνει ένα κλασικό μικρό κείμενο του Ένγκελς και ένα εκτενέστερο δοκίμιο του Χάρτμαν, του ως πρόσφατα εκδότη του περιοδικού International Socialism που απεβίωσε το 2009.

Το κείμενο του Ένγκελς –πρόκειται για το γνωστό άρθρο του «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου», γραμμένο το 1876– σκιαγραφεί, με βάση τα τότε επιστημονικά δεδομένα, τη μετάβαση από τον πίθηκο στο άνθρωπο. Το δοκίμιο του Χάρτμαν, γραμμένο το 1994, έχει μια ευρύτερη θεματολογία, εξετάζοντας συνολικά, με βάση και τη μετέπειτα επιστημονική εξέλιξη, τις ιδέες του Ένγκελς για τη γένεση της ανθρώπινης κοινωνίας. Πραγματεύεται έτσι διεξοδικά όχι μόνο το παραπάνω άρθρο αλλά και το άλλο θεμελιώδες σύγγραμμα του Ένγκελς, Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους.

Το μεγαλύτερο μέρος του δοκιμίου του Χάρμαν, τα Κεφάλαια 2 και 3 (σελ. 68-134) αφιερώνεται σε μια εξέταση της διαδικασίας σχηματισμού της ανθρώπινης κοινωνίας μετά το διαχωρισμό του ανθρώπου από τη ζωώδη κατάσταση. Αναλύονται θέματα όπως η καταγωγή του κράτους, η πορεία από τις κυνηγητικές στις κτηνοτροφικές και γεωργικές κοινότητες, η εμφάνιση των ιεραρχιών και το πέρασμα από τον πρωτόγονο κομμουνισμό στις ταξικές κοινωνίες. Ακόμη, δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ιστορική διαφοροποίηση του ρόλου της γυναίκας, από μια καθοδηγητική θέση στις πρωτόγονες αταξικές κοινωνίες στην καταπιεζόμενη θέση που κατά κανόνα είχε και έχει στις ταξικές.

Γλαφυρά και κατανοητά, ο Χάρμαν επισκοπεί τις κυριότερες απόψεις του Ένγκελς και τις εξετάζει στο φως μετέπειτα προόδων της ανθρωπολογίας και της αρχαιολογίας. Εδώ αντλεί συστηματικά από τις έρευνες αξιόλογων σύγχρονων μαρξιστών και προοδευτικών επιστημόνων ερευνητών όπως οι Γκόρντον Τσάιλντ, Ρίτσαρντ Λι, Ελίονορ Λίκοκ, Μπρους Τρίγκερ, κ.ά.

Από την ίδια τη φύση της, η έκθεση του Χάρμαν είναι, σε αρκετό βαθμό, εκλαϊκευτική. Δεν επιχειρεί διόλου να απαντήσει σε ανοικτά επιστημονικά ερωτήματα –ο ίδιος τονίζει τη δυσκολία που παρουσιάζουν ορισμένα από αυτά ακόμη και με την τωρινή, τεράστια ανάπτυξη της γνώσης– αλλά να συνοψίσει και να αξιολογήσει κατευθύνσεις της έρευνας και των γενικεύσεών της από τη σκοπιά του ιστορικού υλισμού. Το γενικό συμπέρασμά του, ωστόσο, ότι οι κεντρικές ιδέες του Ένγκελς παραμένουν αναφορικές και έχουν λάβει σημαντική επιστημονική υποστήριξη, αλλά ταυτόχρονα σε ορισμένα κρίσιμα σημεία τους χρειάζονται ουσιαστικές τροποποιήσεις και διορθώσεις, μοιάζει αρκετά εύλογο.

Επισύροντας την προσοχή στην επικράτηση αντιεξελικτικών τάσεων στην επιστήμη της αρχαιολογίας τον 20ό αιώνα, οι οποίες αντιμετώπιζαν τις απόψεις του Ένγκελς και του Μόργκαν για τον πρωτόγονο κομμουνισμό ως ένα “παραμύθι”, ο Χάρμαν επισημαίνει την επιστροφή τα τελευταία χρόνια των ιστορικών απόψεων στο προσκήνιο. Σε αυτή τη συνάφεια, συμπεραίνει:

«Υπάρχει ένας πυρήνας στα επιχειρήματα που βάζει ο Ένγκελς στην Καταγωγή, που παραμένει εξαιρετικά πολύτιμος. Αλλά είναι αναγκαίο να “ξεσκονίσουμε” το βιβλίο αυτό από μια σειρά ανακριβή δεδομένα σε σχέση με γεγονότα και υποθετικά επιχειρήματα, τα οποία έκτοτε έχουν αντιμετωπιστεί ως ευαγγέλιο από μερικούς υποτιθέμενους μαρξιστές και έχουν χρησιμοποιηθεί από τους αντιπάλους για να δυσφημίσουν το σύνολο της άποψης του Ένγκελς» (σελ. 71, επίσης 69, κ.λπ.).

Ωστόσο, μη διαθέτοντας την απαραίτητη ειδίκευση, δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες και θα αρκεστούμε να σχολιάσουμε το πρώτο μέρος του δοκιμίου του Χάρμαν (σελ. 31-68) και το άρθρο του Ένγκελς, που συνδέονται άλλωστε πιο άμεσα μεταξύ τους.

Το θέμα της ανθρωπογένεσης, που θέτουν και τα δυο κείμενα, αν και ανήκει στις φυσικές λεγόμενες επιστήμες, είναι φορτισμένο με ιδεολογικά περιεχόμενα. Προφανώς, η απάντηση στο ερώτημα σχετικά με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, τα στάδια και τα γνωρίσματά της, τους προγόνους, κ.λπ., προσφέρεται για έμμεσες τουλάχιστον συναγωγές σχετικά με τις βάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς με επιπτώσεις και για τις τωρινές μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Είναι άλλο, π.χ., αν η επιστήμη αποδείξει ότι οι πρώτοι άνθρωποι όφειλαν την επιβίωσή τους στη συνεργατική ζωή, μια πρόταση εντελώς συμβατή με την ιστορικο-υλιστική θεώρηση, και άλλο αν, όπως υποστηρίζουν κάποιες ανθρωπολογικές σχολές, το ανθρώπινο είδος προέκυψε από μια αιματηρή διαδικασία επικράτησης απέναντι σε όλα τα άλλα ανθρωποειδή. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι, ενώ η βιολογία και η θεωρία της εξέλιξης τον 20ό αιώνα έκαναν άλματα εμπρός, με αυθεντίες επιπέδου συγκρίσιμου του Ντάρβιν, σαν τον Κρικ, τον Μάιρ, τον Ντόκινς, και η ανθρωπολογία ακολούθησε κατά πόδας, η μαρξιστική σκέψη δεν μπόρεσε να επισκοπήσει επαρκώς την εξέλιξη αυτών των πεδίων, δίνοντας κάποια έργα αντίστοιχης εμβέλειας με τις πρώτες, αναπόφευκτα ελλιπείς, μελέτες του Ένγκελς. Αυτός είναι ο λόγος που η σοβαρή ενασχόληση με αυτά τα πεδία δεν μπορεί παρά να είναι καλόδεχτη, αντιπροσωπεύοντας μια πρόκληση και ένα καθήκον για τη μαρξιστική σκέψη.

Η βασική ιδέα στο άρθρο του Ένγκελς –ένα άρθρο που αποτελεί μέρος του ανολοκλήρωτου έργου του Η Διαλεκτική της Φύσης– αφορά τον καθοριστικό ρόλο της εργασίας και της συνδεόμενης με αυτή κατασκευής και χρήσης εργαλείων στη διαμόρφωση εκείνων των ποιοτικών διαφορών ικανοτήτων (διάνοια, ομιλία, ορθή στάση, ικανότητα χρήσης των άνω άκρων), που παρμένες στο σύνολό τους διακρίνουν τον άνθρωπο από τα ζώα. Αυτή η ιδέα έχει δεχτεί σημαντική υποστήριξη από την παραπέρα πρόοδο της επιστήμης. Ακόμη και στο λήμμα της Wikipedia για την “ανθρώπινη εξέλιξη” διαβάζουμε σχετικά:

«Έχει θεωρητικοποιηθεί ότι η χρήση των εργαλείων μπορεί να έχει υποκινήσει ορισμένες όψεις της ανθρώπινης εξέλιξης – πιο αξιοσημείωτα τη συνεχιζόμενη επέκταση του ανθρώπινου εγκέφαλου. Η παλαιοντολογία πρέπει ακόμη να εξηγήσει την επέκταση αυτού του οργάνου για εκατομμύρια χρόνια παρότι είναι εξαιρετικά απαιτητικό με όρους κατανάλωσης ενέργειας… Η αυξημένη χρήση εργαλείων θα επέτρεπε το κυνήγι για πλούσια σε ενέργεια προϊόντα, και θα έκανε εφικτή την επεξεργασία πιο πλούσιων ενεργειακά φυτικών προϊόντων. Οι ερευνητές έχουν υποδείξει ότι τα πρώτα ανθρωποειδή ήταν έτσι κάτω από εξελικτική πίεση να αυξήσουν την ικανότητά τους να δημιουργούν και να χρησιμοποιούν εργαλεία… Το 1994 ο Ράνταλ Σάσμαν χρησιμοποίησε την ανατομία των αντιθετών αντιχείρων ως βάση για το επιχείρημά του ότι τόσο τα είδη Homo και Paranthropus ήταν κατασκευαστές εργαλείων… Ο Σάσμαν υπεράσπισε ότι η σύγχρονη ανατομία του ανθρώπινου αντίχειρα είναι μια εξελικτική απόκριση στις απαιτήσεις που συνδέονται με την κατασκευή και το χειρισμό εργαλείων και ότι και τα δυο είδη ήταν πράγματι κατασκευαστές εργαλείων»1.

Πρόκειται προφανώς για την ίδια βασική άποψη που υποστηρίζει ο Ένγκελς, απλά εδώ παρουσιάζεται πιο τεκμηριωμένα και με τη σύγχρονη επιστημονική ορολογία.

Σχολιάζοντας το άρθρο του Ένγκελς, ο Χάρμαν προβαίνει σε όχι λίγες εύστοχες παρατηρήσεις. Σημειώνει, π.χ., την αυθαιρεσία των προσπαθειών να τραβηχτεί ένας κάθετος διαχωρισμός ανάμεσα στον Homo Sapiens και τα προηγούμενα ανθρώπινα είδη, Homo Habilis, Homo Erectus και Νεάντερνταλ. Τέτοιες θεωρίες, που εμφανίζουν το ανθρώπινο είδος απόγονο ενός μόνο ατόμου διασπούν μυστικιστικά την ενότητα της εξέλιξης, ενώ συχνά συνδυάζονται με μυθολογικές εικασίες για την αιματηρή επικράτηση του ανθρώπου απέναντι στα συγγενή φύλα (σελ. 43 κ. ε.).

Οι ανθρωπολογικές θεωρήσεις που επικρίνει ο Χάρμαν, σύμφωνα με τις οποίες τα πρόγονα ανθρώπινα είδη δεν ήταν σε θέση να κατασκευάζουν εργαλεία καλύτερα από τα ζώα, ούτε διέθεταν κοινωνική οργάνωση, τελετές, κ.λπ., ήταν αρκετά δημοφιλείς στην περίοδο 1910-60. Ακόμη και ο Νεάντερνταλ είχε χαρακτηριστεί τότε ένα εξελικτικό αδιέξοδο, καθιστώντας έτσι μυστήριο το πώς εμφανίστηκε ο Homo Sapiens. Όλο αυτό άλλαξε βαθμιαία από τότε, με τη λεγόμενη “αποκατάσταση του Νεάντερνταλ”, που πήρε ισχυρή ώθηση με την εμφάνιση το 1964 μιας βασικής δημοσίευσης του Λόρινγκ Μπρέις2 – μια αλλαγή που πιστοποιούν και αρκετές πιο από τις πιο σύγχρονες παρατιθέμενες πηγές στο βιβλίο.

Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι κατά την τελευταία 15ετία οι απόψεις των επιστημόνων μετατοπίστηκαν ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση που υποδεικνύεται στο δοκίμιο του Χάρμαν. Σήμερα θεωρείται ότι η ικανότητα κατασκευής εργαλείων του Νεάντερνταλ είχε προηγούμενα υποτιμηθεί, ενώ η εξαφάνισή του αποδίδεται σε απότομες κλιματικές μεταπτώσεις, στις οποίες δεν ήταν ικανός να προσαρμοστεί, επειδή ως πιο σωματώδης είχε υψηλότερες διατροφικές ανάγκες και λόγω των ιδιαίτερων ανατομικών χαρακτηριστικών του3.

Πολύ σημαντικά είναι ακόμη τα ευρήματα της έρευνας του γονιδιώματος του Νεάντερταλ που ανακοινώθηκαν στο 2010, κατά τα οποία ένα 1-4% του DNA των Ευρωπαίων προέρχεται από τον Νεάντερταλ. Αυτό φαίνεται να υποδεικνύει μια ανάμειξη πληθυσμών του Homo Sapiens και του Νεάντερταλ πριν 50-80.000 χρόνια στη Μέση Ανατολή4. Γίνεται έτσι πλατιά δεκτό ότι οι Νεάντερταλ «σε πολύ μεγάλο βαθμό έμοιαζαν σε μας»5. Η αλλαγή στις απόψεις καθρεφτίστηκε και στο ότι πλέον ο Νεάντερταλ θεωρείται συνήθως ένα υποείδος του Homo Sapiens,που χωρίζεται σε Homo Sapiens Sapiens και σε Homo Sapiens Neanderthalensis. Όλα αυτά παρέχουν μια όχι μικρή υποστήριξη της βασικής θέσης του Χάρμαν.

Χωρίς να επεκταθούμε σε άλλες εξίσου θετικές πλευρές, θα σταθούμε εδώ σε μερικά κενά της προσέγγισης των κειμένων, που θα γίνουν πιθανά αισθητά από επιστήμονες αναγνώστες του βιβλίου. Κατά τη γνώμη μας, υπάρχουν δυο βασικές αδυναμίες στη θεώρηση του Ένγκελς, που δεν θίγονται και ως ένα βαθμό αναπαράγονται από τον Χάρμαν.

Η πρώτη αφορά το λαμαρκιανό στοιχείο των απόψεων του Ένγκελς. Αυτό γίνεται έκδηλο όταν ο Ένγκελς αναφέρεται στην εργασία ως ένα παράγοντα που καθορίζει άμεσα τα βιολογικά χαρακτηριστικά: «Μόνο με την εργασία, με την προσαρμογή σε όλο και νεότερες λειτουργίες, με την κληρονομική μεταβίβαση της αποκτημένης μ’ αυτό τον τρόπο ειδικής ανάπτυξης των μυών, των τενόντων και σε μακρύτερα χρονικά διαστήματα των ίδιων των οστών και με την αδιάκοπα επαναλαμβανόμενη εφαρμογή αυτής της κληρονομικής τελειοποίησης σε νέες, όλο και περισσότερο περίπλοκες λειτουργίες, το ανθρώπινο χέρι έφτασε σε αυτόν τον υψηλό βαθμό τελειότητας» (σελ. 13).

Μια τέτοια αντίληψη της επίδρασης της εργασίας, κατά την οποία η ανάπτυξη των μυών που προκαλεί η εργασιακή προσπάθεια μεταβιβάζεται κληρονομικά, προϋποθέτει την –υποστηριγμένη αρχικά από τον Λαμάρκ και αργότερα από τους Λισένκο, Μιτσούριν, κ.ά.– κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτηριστικών. Ωστόσο, είναι ένα κεντρικό δόγμα της σύγχρονης βιολογίας ότι τα επίκτητα χαρακτηριστικά δεν μεταβιβάζονται. Ο Ένγκελς είχε ακόμη μια ασαφή αντίληψη αυτού του θέματος, και παρότι στο Αντί-Ντίρινγκ εκφράζει την αποδοκιμασία του προς τον Λαμάρκ σε σχέση προς τον Δαρβίνο, αλλού, όπως στο παραπάνω απόσπασμα, μένει ακόμη δέσμιος της λαμαρκιανής άποψης.

Ένα παρόμοιο στοιχείο μοιάζει να υπόκειται και της αντίληψης του Χάρμαν, όταν βεβαιώνει ότι το ανθρώπινο είδος αντιπροσωπεύει «μια μορφή ζωής που είχε τη δική της δυναμική, διαμορφωμένη από την εργασία και την κουλτούρα της, όχι τα γονίδιά της» (σελ. 64).

Απέναντι σε ρηχές εξηγήσεις της κοινωνικής ζωής από τις βιολογικές ή άλλες καταβολές, οι μαρξιστές έχουν σωστά επιμείνει ότι η κοινωνική εξέλιξη έχει τη δική της δυναμική, που δεν μπορεί άμεσα να αναχθεί σε νόμους του κατώτερου επιπέδου. Μια τέτοια ριζική αντιπαράθεση όπως η παραπάνω όμως αγνοεί το γενετικό υπόβαθρο που πρέπει προηγουμένως να έχει φταστεί για να μπορέσει να υπάρξει μια μορφή ζωής ικανή για την ευφυή εξέλιξη. Πραγματικά, η εργασία εμφανίζεται ακόμη στα κοινωνικά έντομα και η κατασκευή εργαλείων στους πιθήκους, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις όμως δεν προκάλεσε καμιά νοητική ή άλλη βιολογική εξέλιξη. Η αναγνώριση των ειδικών βιολογικών προαπαιτούμενων για την έλλογη ζωή, που προσεγγίζονται από άλλα είδη, ιδιαίτερα τα ανθρωποειδή, αλλά πραγματώνονται για πρώτη φορά στον άνθρωπο, πρέπει να αποτελεί έτσι συστατικό στοιχείο μιας σοβαρής μαρξιστικής προσέγγισης.

Το ανεπίλυτο δίλημμα που φαίνεται να προκύπτει εδώ, αφορά το ότι ο ρόλος της εργασίας θα έπρεπε τότε να εκληφθεί ως τεχνικός και όχι δημιουργικός: η εργασία θα εκπληρώνει δυναμικότητες που υπάρχουν στο ανθρώπινο DNA, αλλά δεν θα δημιουργεί η ίδια κάτι νέο. Είτε λοιπόν η εργασία δημιούργησε τον άνθρωπο, αλλά τότε πρέπει να αρνηθούμε τη γενετική, είτε τα γονίδια είναι καθοριστική προϋπόθεση, αλλά τότε ο Ένγκελς είχε άδικο στην εκτίμησή του για το ρόλο της εργασίας.

Ωστόσο, όπως συχνά συμβαίνει, μια τέτοια ριζική αντιπαράθεση εμπεριέχει ένα λάθος στην τοποθέτηση του ζητήματος, που μπορεί στην εποχή του Ένγκελς να δικαιολογούνταν από την επιστημονική άγνοια, αλλά σήμερα είναι εντελώς αδικαιολόγητο. Το να θέτει κανείς το ζήτημα έτσι διαζευκτικά θα ευσταθούσε μόνο αν η επιστήμη απέδιδε στο DNA ένα ρόλο αντίστοιχο εκείνου που η Θεία Πρόνοια παίζει στα θρησκευτικά συστήματα, προκαθορίζοντας τα πάντα. Τέτοιες απόψεις κυκλοφορούν ασφαλώς και ανακοινώνεται μάλιστα κατά καιρούς ότι ακόμη και οι πολιτικές τοποθετήσεις έχουν τη βάση τους στα γονίδια. Ωστόσο, η αυθεντική επιστημονική άποψη είναι ότι το DNA δεν καθορίζει επακριβώς όχι μόνο τις κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά ούτε καν τις βιολογικές ιδιότητες.

Στο βιβλίο του Ο Τυφλός Ωρολογοποιός, ο κορυφαίος υλιστής βιολόγος Ρίτσαρντ Ντόκινς δίνει μια παραστατική εικόνα του ρόλου του DNA. Εκεί συγκρίνει το DNA όχι με ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο που καθορίζει ενδελεχώς τις διαστάσεις ενός σπιτιού, την εσωτερική του δόμηση, κ.λπ., αλλά με μια συνταγή για το ψήσιμο ενός κέικ. Με αυτή την έννοια, το DNA ορίζει τα συστατικά που θα μπουν στο κέικ –τον οργανισμό– και τις αναλογίες τους, αλλά η μορφή που θα πάρει το κέικ καθορίζεται ισχυρά από τις συνθήκες του ψησίματος, δηλαδή το περιβάλλον6.

Το περιβάλλον, λοιπόν, δεν είναι ένας παθητικός παράγοντας που απλά πραγματοποιεί οδηγίες της γενετικής συνταγής, αλλά προσθέτει ποιοτικά νέα γνωρίσματα μη περιλαμβανόμενα άμεσα σε αυτή. Στη βιολογική εξέλιξη αυτό γίνεται μέσω της φυσικής επιλογής, όχι δημιουργώντας αυθαίρετα γενετικά νέες ιδιότητες, αλλά δίνοντας ωθήσεις στην εκπλήρωση και επικράτηση δυναμικοτήτων που ήδη υπάρχουν, αν όχι σε κάθε άτομο, τουλάχιστον σε μεγάλους πληθυσμούς. Αν, ωστόσο, στα υπόλοιπα έμβια όντα αυτή η προσαρμογή και η απόκριση στο περιβάλλον είναι παθητική, στον άνθρωπο πραγματώνεται ενεργητικά μέσω της εργασίας, και εδώ και μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ο ρόλος της εργασίας στην ανθρωποποίηση είναι καθοριστικός. Η εργασία είναι πράγματι ο ειδικός επιλεκτικός παράγοντας που διαμόρφωσε το ανθρώπινο είδος, που συνετέλεσε ανάμεσα σε ποικίλες ποιότητες των προγόνων μας να επικρατήσουν εκείνα τα συλλογικά στοιχεία, οι ικανότητες και οι καταβολές, με τα οποία είναι άρρηκτα συνυφασμένη η εργασιακή δραστηριότητα.

Η δεύτερη αδυναμία του Ένγκελς είναι ότι αποδεχόμενος την άμεση επίδραση της εργασίας στις ιδιότητες του είδους, μένει δέσμιος της αντίληψης του Δαρβίνου για το βαθμιαίο χαρακτήρα της εξέλιξης, χωρίς ποιοτικές ανατροπές και άλματα. Στον Ένγκελς αυτό μεταμορφώνεται στην ιδέα ότι κάποια πολύ βαθμιαία εγγραφή των επίκτητων γνωρισμάτων που προκαλεί η εργασία στο κληρονομικό υλικό, μεταβάλλει τα βιολογικά χαρακτηριστικά. Ο Χάρμαν επίσης φαίνεται να συμφωνεί με την κατεύθυνση της σκέψης του Ένγκελς, ιδίως όταν απορρίπτει τις ιδέες του Γκουλντ και άλλων για τις εκρηκτικές αλλαγές στην εξέλιξη των ειδών, που ακολουθούν μετά από μακρές περιόδους στασιμότητας. Θεωρεί μάλιστα αυτή την άποψη ως τη «νέα ιδεαλιστική πρόκληση», επειδή αν αληθεύει, τότε «κάτι άλλο πέρα από τη συνεργατική εργασία πρέπει να έχει υπάρξει πίσω από την εξέλιξη της ανθρωπότητας» (σελ. 55, 53, κ.λπ.).

Θα ήταν λάθος να απορρίψει κανείς κάθετα την εκτίμηση του Χάρμαν για τον Γκουλντ. Ο Γκουλντ έδωσε στη θεωρία του για τις απότομες αλλαγές μια ακατάλληλη μορφή, με την έννοιά του της “εστιγμένης ισορροπίας”, με αποτέλεσμα, ενώ ξεκίνησε σαν υλιστής, να καταλήξει σε μια πολεμική στο δαρβινισμό και το συμβιβασμό της επιστήμης και της θρησκείας, ως “μη επικαλυπτόμενων επικρατειών”7. Ωστόσο, η θεωρία του Γκουλντ περιέχει ένα πολύτιμο στοιχείο, αυτό της αναγνώρισης των αλμάτων στην εξέλιξη, που όχι μόνο ταιριάζει με τη μαρξιστική αντίληψη, αλλά φαίνεται να επιβεβαιώνεται στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, που παίρνει μια δραματική επιτάχυνση πριν 35.000 χρόνια.

Ο Ντόκινς, ως συνεπής υλιστής και οπαδός του δαρβινισμού αλλά και χάρη στην βαθιά επιστημονική του κατάρτιση, έχει μια πολύ πιο ακριβή γνώση και διαλεκτική αντίληψη των διακυβευόμενων θεμάτων στη θεωρία της εξέλιξης. Στο ίδιο έργο του, παρουσιάζοντας τη γενική θέση του Δαρβίνου για το βαθμιαίο χαρακτήρα των αλλαγών, παραθέτει ένα κρίσιμο απόσπασμα όπου ο ίδιος ο Δαρβίνος φαίνεται να είχε υπονομεύσει αυτή την αφετηρία του, αποδεχόμενος ότι οι περίοδοι των αλλαγών είναι μικρές σε σχέση με εκείνες που τα είδη διατηρούν σταθερή τη μορφή τους8. Ο Γκουλντ, ουσιαστικά ανέπτυξε αυτή τη γόνιμη υπόθεση του Δαρβίνου, αλλά το έκανε με την αξίωση όχι ότι καλύπτει ένα κενό της θεωρίας του, αλλά ότι διατυπώνει μια νέα θεωρία που ξεπερνά το δαρβινισμό και πρέπει να τον αντικαταστήσει. Το αποτέλεσμα ήταν να αρνηθεί τις υλιστικές βάσεις της βιολογίας και να συμβιβαστεί με τη θρησκεία.

Χωρίς να έχει εξίσου ακριβή αντίληψη των φιλοσοφικών όψεων, ο Ντόκινς επισημαίνει πάντως εύστοχα το μεθοδολογικό λάθος της προσέγγισης του Γκουλντ, στο ότι η ουσία της τελικά «είναι… η έμφαση στη στάση, και όχι η υποτιθέμενη εναντίωσή τους στη θεωρία των βαθμιαίων αλλαγών»9. Πραγματικά, μια θεωρία που ξεκινά από την έννοια της ισορροπίας, δεν μπορεί να οδηγηθεί λογικά στην αναγνώριση της ισχύος του ασυνεχούς, και το αποτέλεσμα είναι ένας μυστικισμός που οδηγεί σε μεταφυσικά συμπεράσματα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η ιδέα των απότομων αλλαγών στην εξέλιξη είναι μάταιη και ότι δεν μπορεί να λάβει μια λογική, υλιστική διατύπωση. Ο ίδιος ο Ντόκινς, χωρίς να το συνειδητοποιεί μερικές φορές, δίνει αρκετά παραδείγματα που μπορεί να τη στηρίξουν, και θα ήταν λάθος από τη μεριά των μαρξιστών να απορρίπτουν προκαταβολικά μια τόσο ελκυστική και συμβατή με τη γενική θεώρησή τους ιδέα, όταν πρόκειται για τη βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου.

Θα μπορούσε να επισημανθούν ορισμένα ακόμη κενά στην εργασία του Χάρμαν. Για παράδειγμα, λείπει μια αναφορά, που θα ήταν ασφαλώς πολύ ευπρόσδεκτη, στις ιδέες του Κροπότκιν για το ρόλο της συνεργασίας στη βιολογική εξέλιξη. Ο Κροπότκιν ερεύνησε αυτό το πεδίο από μια συγγενή προς το μαρξισμό σκοπιά και σε ένα μεταγενέστερο στάδιο ως προς τον Ένγκελς, βασιζόμενος σε μεγαλύτερο όγκο γνώσεων και μια πιο εξειδικευμένη επιστημονική κυριάρχηση του πεδίου. Το συμπέρασμά του στην Αλληλοβοήθεια ότι «η αλληλοβοήθεια είναι εξίσου ένας νόμος της φύσης όσο και η αμοιβαία πάλη»10, συμπληρώνει τη μονόπλευρη δαρβινική αντίληψη του «αγώνα για την ύπαρξη», παρέχοντας ταυτόχρονα μια αναγνώριση της ενότητας των αντιθέσεων, που καλείται να αναδεικνύει παντού συγκεκριμένα η μαρξιστική έρευνα. Μια σύγκριση λοιπόν με τις απόψεις του Ένγκελς θα πρόσφερε αναμφίβολα αφορμές για γόνιμες συσχετίσεις.

Πέρα από αυτές τις κριτικές επισημάνσεις, ωστόσο, η αλήθεια είναι ότι η έκδοση του “Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου” παρέχει τη δυνατότητα για μια θετική γνωριμία με τα προβλήματα του σχηματισμού της ανθρώπινης κοινωνίας, τόσο εκείνα που άπτονται της βιολογίας, όσο και των κοινωνικών επιστημών. Ως τέτοια, δεν πιστοποιεί μόνο τη βασιμότητα της μαρξιστικής προσέγγισης, αλλά και την ανάγκη εξειδικευμένης μελέτης των θεμάτων κάθε πεδίου από τους μαρξιστές, ώστε η θεωρία τους να μπορεί να ανταγωνιστεί επιτυχώς άλλες κατευθύνσεις και να κερδίσει έδαφος στην επιστημονική κοινότητα.

 

 

Σημειώσεις

1. Human Evolution, Wikipedia, http://en.wikipedia.org/wiki/Human_evolution.

2. Ρ. Λέβιν, Human Evolution: an Illustrated Introduction, Blackwell Publishing, 2005, σελ. 181 κ. ε.

3. Βλέπε σχετικά, Σ. Ξενικουδάκης, «Νέες θεωρίες για την εξαφάνιση των Νεάντερταλ», Ριζοσπάστης, 6/9/2009.

4. «Ο Νεάντερνταλ μέσα μας», ανακοίνωση της ερευνητικής ομάδας του Σβάντε Πεέμπο για το γονιδίωμα του Νεάντερνταλ στο Max Planck Institute for Evolutionary Anthropology, http://www.eva.mpg.de/neandertal/. Μια άλλη πρόσφατη ανακοίνωση από τον Πίτερ Πάρμαν, ερευνητή του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, θεωρεί επίσης ότι 4% του γονιδιώματός μας προέρχεται από τον Νεάντερταλ και 6% από τους «ανθρώπους του Ντενίσοβο», μια τρίτη συγγενή φυλή που ανακαλύφθηκε σε περιοχή της Σιβηρίας. Βλέπε, «Γονίδια για το κρύο χάρη στους Νεάντερταλ», http://www.madata.gr/diafora/science/128337.html.

5. Βλ. Τζον Πίκρελ, «Ανθρώπινη εξέλιξη: Εισαγωγή», στο New Scientist, 4/9/2006, και το λήμμα στην Wikipedia για τον Νεάντερταλ, http://en.wikipedia.org/wiki/Neanderthal.

6. Ρ. Ντόκινς, Ο Τυφλός Ωρολογοποιός, εκδ. Κάτοπτρο, σελ. 452 κ.ε.

7. Βλέπε το βιβλίο του Γκουλντ, Εν Αρχή ην ο Λόγος, για τη Συμφιλίωση Επιστήμης και

Θρησκείας, εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα 2000.

8. Ρ. Ντόκινς, στο ίδιο, σελ. 381.

9. Στο ίδιο σελ. 379, κ.λπ.

10. Π. Κροπότκιν, Αλληλοβοήθεια, http://www.marxists.org/reference/archive/kropotkinpeter/1902/mutual-aid/ch01.htm

     

    Προσθήκη νέου σχολίου


    Κωδικός ασφαλείας
    Ανανέωση