Helena Sheehan, Η επίθεση στην επιστημονική ορθολογικότητα: Ιστορική ανάλυση και επιστημολογική απόκριση

13ο  Συνέδριο Ευρωπαίων Σκεπτικών
7-9 Σεπτεμβρίου 2007, Δουβλίνο

Περίληψη

Ποια είναι η ιστορική προέλευση της παρούσας επίθεσης στην επιστήμη την οποία συγκλήθηκε για να διερευνήσει αυτό το συνέδριο; Ποιο ρόλο έχει διαδραματίσει η φιλοσοφία της επιστήμης στην όξυνση ή άμβλυνση αυτής της επίθεσης; Ποιες υποκείμενες δυνάμεις έχουν κατευθύνει την επίθεση στην επιστημονική ορθολογικότητα; Γιατί υπάρχει μια επιστημολογική κρίση της εποχής μας; Ποια θα ήταν μια κατάλληλη επιστημολογική απόκριση;

Τόσο η επίθεση στην επιστήμη όσο και ο ρόλος που η φιλοσοφία της επιστήμης έχουν διαδραματίσει σε σχέση με αυτήν αντανακλούν μια βαθιά ριζωμένη κρίση στην ίδια την έννοια της επιστημονικής ορθολογικότητας. Είναι αναγκαίο να ερευνηθούν διεξοδικά οι κοινωνικο-ιστορικές ρίζες της επιστημολογικής κατάτμησης και της σύγχυσης της σύγχρονης εμπειρίας. Παρουσιάζεται με παράλληλους τρόπους σε μια σειρά ακαδημαϊκών κλάδων, καθώς και στην ευρύτερη σφαίρα της λαϊκής κουλτούρας.
Η επιστήμη, που κάποτε θεωρούνταν πηγή διαφωτισμού και απελευθέρωσης, αντιμετωπίζεται τώρα με καχυποψία και ακόμη με εχθρότητα, μερικές φορές ακόμη στιγματιζόμενη ως μυστικοποίηση και υποδούλωση.
Ακόμη και οι φυσικές επιστήμες, που κάποτε θεωρούνταν το ακλόνητο θεμέλιο της γνώσης μας, ανακηρύσσονται τώρα πως είναι μόνο μια ασυνεχής διαδοχή ασύμβατων παραδειγμάτων, σε συνάρτηση με τα οποία τα ερωτήματα της αλήθειας και του ψεύδους, της ορθολογικότητας και της ανορθολογικότητας, δεν μπορεί να τεθούν με νόημα. Μένουμε χωρίς κριτήρια για να εκτιμήσουμε τη μια ή την άλλη θεωρία, το ένα ή το άλλο παράδειγμα. Και έτσι, όπως διακήρυξε ο Φεγιέραμπεντ, «το κάθε τι έχει πέραση». Αστρολογία ή αστροφυσική: διαλέγετε και παίρνετε.
Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα θέσεων γύρω από το ερώτημα του επιστημολογικού κύρους της επιστήμης. Σε αντίθετους πόλους βρίσκονται οι θετικιστικές και μεταμοντέρνες αποκρίσεις. Υπάρχουν ρεαλιστικές και αντι-ρεαλιστικές θέσεις, εμπειρικές και αντι-εμπειρικές θέσεις. Αυτές οι θέσεις, αν και μπορεί να παίρνουν εσωτεριστικές μορφές στα ακαδημαϊκά περιοδικά και τα συνέδρια, επίσης αντανακλούν τις εντάσεις μιας μείζονος διαδικασίας στην ευρύτερη κουλτούρα.
Οι διάφορες μορφές του εμπειρισμού – θετικισμός, νέο-θετικισμός, φυσικαλισμός, μαρξισμός – προσπάθησαν να ρίξουν ένα διασαφηνιστικό φως στη σύγχυση, ενώ ο μεταμοντερνισμός κυλίστηκε μέσα στη σύγχυση. Οι οπαδοί του εκστασιάστηκαν λυρικά αλλά χωρίς σαφήνεια για τον Ντεριντά και τον Ντελέζ και τον Λιοτάρ και τον Λακάν και τον κόσμο τους από μετέωρα σημαίνοντα χωρίς σημαινόμενο, τον εορτασμό τους της τυχαιότητας και της κατάτμησης, τις αναγγελίες τους του θανάτου της αλήθειας, του ανθρωπισμού, της ιστορίας, του νοήματος, της αναφορικότητας, της αξίας. Ωστόσο, μια επαναβεβαίωση του επιστημονισμού δεν είναι η απάντηση, οτιδήποτε και αν πιστεύει σχετικά ο Ντόκινς.
Το διανοητικό τοπίο περιλαμβάνει τα πάντα, από τον πιο επιπόλαιο, αντι-εμπειρικό, αβάσιμο θεωρητικισμό, ως τον πιο αφελή, απλοϊκό, εμπειρισμό που συλλέγει απλά τα γεγονότα. Κάθε είδος πλαστής διχοτομίας ευδοκιμεί. Σε τόσο πολλές διαφορετικές περιοχές βρίσκουμε τα ίδια παράλληλα ρεύματα: η μονότονη μερικότητα από τη μια, και ο αποδιαρθρωτικός εξωτισμός από την άλλη. Παρά το τεράστιο κενό ανάμεσα στην αστόχαστη απλοϊκότητα του ενός και την υπερ-στοχαστική πολυπλοκότητα του άλλου, και τα δυο οπισθοχωρούν σε έναν πλουραλισμό των τυχαίων κομματιών της εμπειρίας, τα οποία δεν μπορεί να ενοποιηθούν. Και τα δυο αντανακλούν την ανικανότητα να ολοκληρωθεί η εμπειρία και να επιτευχθεί οποιοδήποτε είδος κοινωνικο-ιστορικής προοπτικής.
Παράλληλες τάσεις όπως αυτές εγείρουν τα ερωτήματα: Τι είναι αυτό στην εποχή μας το οποίο παράγει έναν τέτοιο διανοητικό κατατεμαχισμό; Πού οφείλεται η επιμονή τόσο πολλών πλαστών διχοτομιών; Πού οφείλονται οι αναγγελίες ότι δεν υπάρχουν νόμοι, ότι δεν υπάρχει αλήθεια, ότι δεν υπάρχει νόημα, ότι δεν υπάρχει πρόοδος, ότι δεν μπορεί να υπάρχει συνεκτική αφήγηση;
Είναι η πεποίθησή μου ότι υπάρχει κάτι στην ίδια την ουσία της παρούσας κοινωνικής τάξης, το οποίο παρεμποδίζει δομικά την ολοκληρωμένη σκέψη, το οποίο υπονομεύει τα ίδια τα θεμέλια της ορθολογικότητας, της λογικής και της ηθικής. Υπάρχει κάτι στον ίδιο τον πυρήνα της σύγχρονης εμπειρίας, το οποίο παρεμποδίζει την πρόσβαση στην ολότητα, το οποίο κρατά τη θεωρία ιπτάμενη τόσο μακριά από την εμπειρία και κρατά την εμπειρία να ψηλαφίζει τόσο ανέλπιδα μέσα στα σκοτάδια. Μόνο ξεπερνώντας τα όριά του, μόνο διεισδύοντας στην ίδια την πηγή των εσωτερικών εντάσεων της κοινωνίας και αντιλαμβανόμενοι τον μηχανισμό που γεννά τον κατατεμαχισμό, μόνο κατονομάζοντας το σύστημα, διερευνώντας και καταπολεμώντας το, μπορεί να διακρίνουμε το δρόμο εμπρός.
Τόσο ο θετικισμός όσο και ο μεταμοντερνισμός προσφέρουν μαρτυρία για την αποσυνθετική δύναμη του σύγχρονου καπιταλισμού. Και οι δυο θεωρούν την ολότητα μη αναπαραστήσιμη. Αυτό εκδηλώνεται σε πολλά μέτωπα. Μια δύναμη που έχει επιτύχει την εξουσία τείνει να υπεκφεύγει από το χαρακτήρα της εξουσίας της. Στην περίπτωση του τωρινού παγκόσμιου συστήματος, του πιο ολοτικού στην παγκόσμια ιστορία, υπάρχει παράλυση της συστημικής ανάλυσης, υπάρχουν πολλαπλές πιέσεις ενάντια στην ολοκληρώνουσα σκέψη.
Φαίνεται να έχουμε πιαστεί σε μια δίνη σχετικότητας, με τα κεφάλια μας να περιστρέφονται γύρω από την ανακάλυψη της τεράστιας ποικιλότητας που έχει υπάρξει ανά τους αιώνες και στις διάφορες κουλτούρες˙ στην απαρίθμηση διαδικασιών, νομενκαλτούρων τρόπων παραγωγής, κοινωνικο-πολιτικών θεσμών, νομικών συστημάτων, ηθικών κωδίκων, αισθητικών αξιών, θρησκευτικών πίστεων, επιστημολογιών, οντολογιών, κοσμολογιών. Ζούμε στο μέσον ενός ιλίγγου συγκρουόμενων αξιώσεων. Τα κριτήρια ώστε να διακρίνουμε την αλήθεια από την πλαστότητα, την ορθολογικότητα από τον ανορθολογισμό, το γεγονός από τη φαντασία, τη δυνατότητα από την αυθαιρεσία, έχει γίνει ακόμη πιο δύσκολο να διατυπωθούν με έναν τρόπο που εμπνέει την πεποίθηση και τη συναίνεση.
Η κρίση κυοφορείται εδώ και αρκετούς αιώνες. Η παρακμή της φεουδαρχίας έφερε την εκτόπιση του ενός κέντρου της διανοητικής και ηθικής αυθεντίας που πολλοί είχαν βρει στον καθολικισμό. Η μεσαιωνική σύνθεση υποχώρησε στις επείγουσες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, της προτεσταντικής μεταρρύθμισης, της επιστημονικής και τεχνολογικής επανάστασης και μιας κοινωνικής τάξης που χαρακτηριζόταν από διαρκώς αυξανόμενους καταμερισμούς της εργασίας και ολοένα και πιο ατομικιστικά πρότυπα σκέψης. Στη μεγάλη επεκτατική του περίοδο, οι εξερευνητές των νέων κόσμων έφεραν αφηγήσεις μιας αφάνταστης ποικιλίας κουλτούρων, εθίμων, κωδίκων, κριτηρίων. Ο 18ος αιώνας, στη μεγάλη ορθολογική παράδοση του διαφωτισμού, προσπάθησε να βγάλει νόημα από αυτά ανακαλύπτοντας κάποιο είδος διατήρησης σε όλη την διογκωνόμενη ποικιλία και διαφοροποίηση στην έννοια μιας άχρονης τάξης της φύσης, σε μια απαράλλακτη ανθρώπινη ουσία, σε μη ιστορικές και καθολικές αρχές ορθολογικότητας και ηθικής. Ο 19ος αιώνας, ωστόσο, κυριαρχούμενος από την ιδέα της εξέλιξης βρήκε δύσκολο να υποστηριχθούν τέτοιες έννοιες, δίνοντας γένεση σε ένα σαρωτικό και απομυστικοποιητικό ιστορισμό˙ σε μια νέα αίσθηση του χρόνου και της ιστορικής διαδικασίας, μια νέα αίσθηση της γένεσης, της μεταβλητότητας και της ανοδικής κίνησης˙ μια νέα αίσθηση της συνάφειας.
Ολοένα και περισσότερο, υπήρχαν αδιάψευστες μαρτυρίες της φυσικής προέλευσης των φυσικών φαινομένων, της ανθρώπινης προέλευσης των ανθρώπινων θεσμών, αξιών, εθίμων, πεποιθήσεων και κριτηρίων ορθολογικότητας. Οι αιώνιες βεβαιότητες ανακαλύφθηκε πως είχαν έναν χρόνο και τόπο προέλευσης και είχαν διαμορφωθεί μέσα σε εξαιρετικά περίπλοκα πρότυπα ανάπτυξης, συχνά με γραμμές να διακλαδίζονται στις πιο διαφορετικές κατευθύνσεις. Δεν μπορούσε πια το ανθρώπινο είδος και οι θεσμοί μας, οι αξίες και οι νόρμες να θεωρηθούν πως είχαν ξεπηδήσει έτοιμες από τα χέρια ενός δημιουργού ή πως είχαν κατά κάποιο τρόπο μια υπερβατική εγκυρότητα, καθώς τώρα ανακαλύφθηκαν πως ήταν τα προϊόντα μιας μακριάς και περίπλοκης εξελικτικής ιστορίας. Δεν μπορούσε πια ένα σύνολο πεποιθήσεων, πρακτικών και νορμών μιας οποιασδήποτε κουλτούρας ή περιόδου να θεωρηθεί δεδομένα ως έγκυρο για όλες τις κουλτούρες και όλες τις εποχές. Η κάθε κουλτούρα, άρχισε να λέγεται, έπρεπε να κρίνεται με τις δικές της νόρμες. Με την κατάτμηση να συνεχίζεται ακόμη παραπέρα, κατέληξε κάποτε στο να κρίνεται κάθε άτομο μόνο από τις νόρμες του.
Μια συνέπεια όλων αυτών υπήρξε μια  ακραία σχετικοποίηση των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ηθικών νορμών, αισθητικών αξιών, κοινωνικών εθίμων, κοινωνικο-πολιτικών θεσμών και διανοητικών πεδίων. Ο γνωστικός σχετικισμός, αναδυόμενος παράλληλα με διάφορες μορφές του πολιτικού, ηθικού και αισθητικού σχετικισμού, εισχώρησε πρώτα στις ανθρωπιστικές σπουδές και μετά στις επιστήμες.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η κρίση είχε φτάσει ακόμη και στην φυσική, φαινομενικά την περιοχή που θα ήταν η καλύτερα ικανή να αντισταθεί στη σχετικιστική πλημμυρίδα. Η κρίση στη φυσική, ένα πολύπλευρο φαινόμενο, το οποίο πέρασε διάφορες φάσεις και διατηρείται ως αυτή την ημέρα, προέκυψε από έναν αριθμό από συγκλίνουσες αιτίες. Συχνά έχει αναλυθεί διαμέσου αυτών των φάσεων, ως εάν να πήγαζε αποκλειστικά από προβλήματα που αναπτύχθηκαν μέσα στην ίδια τη φυσική και μια λύση να μπορούσε να βρεθεί μέσα στη φυσική μόνο.
Είναι ασφαλώς αληθινό ότι η κρίση αναδύθηκε καθώς νέες ανακαλύψεις αμφισβητούσαν τις παραδοσιακές έννοιες του χρόνου, του χώρου, της ενέργειας, της αιτιότητας, της αντικειμενικότητας. Ωστόσο, είναι επίσης αληθινό ότι τόσο οι κλασικές όσο και οι μετα-κλασικές έννοιες της φυσικής έχουν διαμορφωθεί μέσα σε ένα πιο περιεκτικό κοινωνικο-διανοητικό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, οι διάφορες αποκρίσεις στην κρίση όλες αντανακλούν τις διάφορες εντάσεις μέσα στο ευρύτερο διανοητικό περιβάλλον – από την παράδοση του θετικισμού από τον Μαχ μέσω του κύκλου της Βιέννης κ.ο.κ., τις διάφορες μαρξιστικές αναλύσεις της κρίσης στον Κόντγουελ, τον Μπέρναλ, τον Λανζεβέν, τη Ζολιό Κιουρί, κ.ά., που προσπάθησαν να απομυστικοποιήσουν την κρίση, ως τους διάφορους θεολογίζοντες επιστήμονες και επιστημονικίζοντες θεολόγους που μυστικοποίησαν την κρίση σε κυριακάτικες λειτουργίες, χρηματοδοτούμενες από το Τέμπλετον πανεπιστημιακές παραδόσεις, διαλέξεις διασημοτήτων, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, μπεστ σέλερ πωλούμενα σε αεροδρόμια, blogs του Διαδικτύου, DVD, πάντα έτοιμοι να διακηρύξουν ότι η επιστήμη έχει φτάσει στα όριά της και εκεί βρήκε πάλι το Θεό.
Αυτό που ήταν για δεκαετίες η κυρίαρχη παράδοση στη φιλοσοφία της επιστήμης – ο λογικός θετικισμός και οι παραλλαγές του – αναδύθηκαν από αυτή την κρίση. Σε σχέση με τις διάφορες μορφές του σκοταδισμού που εκτράφηκε από αυτή την κρίση, προσπαθούσαν να θέσουν την επιστημονική ορθολογικότητα και πάλι πάνω σε ασφαλή θεμέλια, να διατυπώσουν κριτήρια οριοθέτησης, να υποτάξουν όλη την πίστη στο καθαρό φως του λόγου και την αυστηρότητα του πειράματος. Το έκαναν αυτό ωστόσο από μια βάση που ήταν εξαιρετικά στενή, χρησιμοποιώντας κριτήρια που ήταν πολύ περιορισμένα, αφήνοντας έξω από την εικόνα πάρα πολλά που ήταν εντελώς αληθινά, αποκλείοντας τις ιστορικές, ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, μεταφυσικές διαστάσεις ως μη αναφορικές.
Η διαδρομή αυτής της παράδοσης, από το θετικισμό στις πολλές ποικιλίες των μετα-θετικιστικών φιλοσοφιών της επιστήμης, έχει αντικατοπτρίσει την πίεση μιας περίπλοκης πραγματικότητας σε αντιλήψεις πολύ περιορισμένες για να δώσουν έναν επαρκή απολογισμό της. Οι διαδοχικές τροποποιήσεις της παράδοσης με το πέρασμα των χρόνων, από την επαλήθευση στη διαψευσιμότητα, την αλλαγή παραδειγμάτων, το μεθοδολογικό ντανταϊσμό, υπήρξαν κατά καιρούς εντυπωσιακές αλλά ακόμη ανεπαρκείς προσπάθειες να συνδιαλλαγούν με τις μεταφυσικές και ιστορικές διαστάσεις της επιστήμης.
Παρ’ όλες τις σημαντικές παρεκκλίσεις από την αντι-μεταφυσική και ανιστορική κληρονομιά του Κύκλου της Βιέννης, ακόμη δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι φιλόσοφοι της επιστήμης έχουν επιτύχει να αποτυπώσουν το πλήρες βάρος των συνεπειών της ιστορικότητας στην κοσμοθεώρηση της επιστήμης. Επιπρόσθετα, στο βαθμό που αυτές οι διαστάσεις ήρθαν στο προσκήνιο, αυτό έτεινε να γίνεται με έναν αρνητικό τρόπο, καθώς γίνονταν αντιληπτές σαν να υπονόμευαν την ορθολογικότητα της επιστήμης. Πολλές από τις τωρινές διαμάχες έχουν τη ρίζα τους σε μια διαρκή ανικανότητα να συμφιλιωθεί η ορθολογικότητα της επιστήμης με τον μεταφυσικό και κοιωνικο-ιστορικό χαρακτήρα της επιστήμης. Κατά παράδοξο τρόπο, τα κατάλοιπα του θετικισμού καθυστερούν και χρωματίζουν τις απόψεις ακόμη και των πιο ριζικών αντι-θετικιστών.
Το υποκείμενο ερώτημα είναι: Πώς μπορεί η επιστήμη να είναι η περίπλοκη, αβέβαιη, επισφαλής, ανθρώπινη διαδικασία που είναι, αξεδιάλυντα συνδεμένη με όλα τα είδη των φιλοσοφικών υποθέσεων και με όλα τα είδη των ευρύτερων κοινωνικο-ιστορικών διαδικασιών, και να είναι ακόμη αξιόπιστη γνώση της φύσης;
Καθώς το δράμα εκτυλίσσεται μέσα στη φιλοσοφία της επιστήμης, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ακραία πόλωση:
Από τη μια μεριά, βρίσκονται εκείνοι που αποκρίθηκαν στο δίλημμα με προσπάθειες να δικαιολογήσουν την επιστημονική ορθολογικότητα διατυπώνοντας ανιστορικά, ανεξάρτητα από τη συνάφεια κριτήρια για να επιλέγουν ανάμεσα σε αντίπαλες θεωρίες και παραδείγματα. Για τους Πόπερ, Λάκατος και Λοντάν, η κοινωνικο-ιστορική εξήγηση έρχεται εκεί που η λογική εξήγηση αποτυχαίνει. Εκείνοι που σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο σκέφτονται πάντα με όρους εισβολής των κοινωνικών παραγόντων, κοινωνικών περιορισμών, ιδεολογικής διαστρέβλωσης, εξωτερικών παρεμβολών στην επιστήμη.
Ενάντια σε αυτή την τάση, επιθυμώ να επιχειρηματολογήσω ότι είναι λάθος να περιορίζεται η κοινωνικο-ιστορική εξήγηση στο ανορθολογικό, να γίνεται αντιληπτή η επίδραση της κοινωνικής τάξης πάνω στην επιστήμη μόνο με όρους εισβολής, περιορισμού, διαστρέβλωσης, ή να αναπαρίσταται η σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό περιβάλλον και την επιστήμη ως εξωτερική.
Από την άλλη μεριά, υπάρχουν τα ιστορικιστικά ρεύματα, αποκρινόμενα με μια έμφαση στον κοινωνικο-ιστορικό χαρακτήρα της επιστήμης η οποία τείνει προς της απόρριψη οποιωνδήποτε κριτηρίων διαφορικής αξιολόγησης των θεωριών και των παραδειγμάτων και οδηγεί σε μερικές περιπτώσεις στην εγκατάλειψη της ίδιας της έννοιας της επιστημονικής ορθολογικότητας. Εδώ αναφέρομαι στον Φεγιέραμπεντ, στη Σχολή του Εδιμβούργου, στο μεταμοντερνισμό. Ενάντια σε αυτές τις σχολές, θέλω να επιχειρηματολογήσω ότι η πλήρης συνειδητοποίηση του κοινωνικο-ιστορικού χαρακτήρα της επιστήμης δεν θα έπρεπε να περιλαμβάνει της εγκατάλειψη της διαφορικής αξιολόγησης, ούτε θα έπρεπε να υπονομεύει το κύρος της επιστημονικής ορθολογικότητας.
Υπάρχουν ασφαλώς διάφορες ενδιάμεσες θέσεις, που υιοθετούνται από τέτοιους φιλοσόφους της επιστήμης όπως οι McMullin, Newton-Smith, Harré and Hesse, που προχωρούν αρκετά μακριά στην κατεύθυνση του να αναδιατυπώσουν μια  υπεράσπιση της επιστημονικής ορθολογικότητας στο φως της ιστοριστικής πρόκλησης. Επιδιώκουν να βρουν από περίπτωση σε περίπτωση τη σωστή ισορροπία ανάμεσα σε λογικούς παράγοντες και κοινωνικούς παράγοντες. Για μένα, ωστόσο, υπάρχει μια μη ικανοποιητική τυχαιότητα σε αυτό τον απολογισμό, ο οποίος βλέπει τους κοινωνικούς παράγοντες να παίζουν έναν ρόλο, αλλά έναν κάπως περιστασιακό ρόλο.
Υπάρχει επίσης ο μαρξισμός ο οποίος επιβεβαίωσε μια βαθύτερη ιστορικότητα, μια πιο αδιάρρηκτη σύνδεση ανάμεσα στις γνωστικές και κοινωνικές διαστάσεις της επιστήμης.
Η θέση που θέλω να υποστηρίξω είναι μια η οποία είναι ταυτόχρονα ισχυρά ορθολογική και ισχυρά ιστορικιστική. Κατά την άποψή μου, αυτό που απαιτείται δεν είναι απλά ζήτημα του να αναγνωριστεί η σημασία της αναφοράς στην κοινωνική συνάφεια των επιστημονικών αναπτύξεων ή να επεξεργαστούμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις λογικές και τις ιστορικές θεωρήσεις. Είναι ζήτημα του να αντιληφθούμε πλήρως ότι η ίδια η ορθολογικότητα έχει μια ιστορία και συνίσταται από αυτή την ιστορία.
Πολλοί φιλόσοφοι λησμονούν το γεγονός ότι η φιλοσοφία είναι ιστορική, εκτός από μια πολύ κοινότοπη και επιπόλαιη έννοια. Ακόμη και όταν εξετάζουν την ιστορία της φιλοσοφίας, κάτι που πολλοί δεν κάνουν, την πραγματεύονται με έναν εντελώς ανιστορικό και μη συναφή τρόπο, έτσι που ο καθένας θα μπορούσε να είχε πει πρακτικά το κάθε τι οποτεδήποτε. Οι ιδέες των Πλάτωνα, Ντεκάρτ, Χιουμ, Καντ, Χέγκελ, Κάρναπ και Κουίν αντιμετωπίζονται ως διακριτές και ικανές να αλληλομετατεθούν μονάδες, πρακτικά ανεξάρτητες από το χρόνο και το χώρο, σαν να γεννήθηκαν σε μια αυτόνομη δραστηριότητα με καμιά αναγκαία ή ακέραια σχέση με οτιδήποτε άλλο. Αν αναφέρεται η χρονική ακολουθία των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών ή επιστημονικών αναπτύξεων, γίνεται μόνο με συμπτωματικό ή περιστασιακό τρόπο. Είναι εξαιρετικά σπάνιο σήμερα να βρούμε ένα φιλόσοφο με αληθινή αίσθηση της ροής, της κίνησης, της διαδικασίας της ιστορίας της φιλοσοφίας και με μια ζωντανή αίσθηση της στενής σχέσης της με την οικονομία, την κουλτούρα, την πολιτική και την επιστήμη.
Πολλοί αναλυτικοί φιλόσοφοι δεν μελέτησαν ποτέ την ιστορία της φιλοσοφίας. Οι ηπειρωτικοί φιλόσοφοι σπαταλήθηκαν μέσα σε μια μεταμοντέρνα ανάγνωση. Ο Φουκώ, που ακόμη παρατίθεται πολύ, είδε την ιστορία της γνώσης σαν να χαρακτηρίζεται από ωμή διαδοχή των γεγονότων και τόνισε τη ριζική ενδεχομενικότητα των εννοιών που εμφανίζονται σε οποιαδήποτε εποχή. Δεν υπάρχει πρόοδος να αναφερθεί, ούτε καμιά ευδιάκριτη συνέχεια. Δεν υπάρχει θεωρία για τη φύση της γνώσης ή της κοινωνίας ή της ιστορίας. Πραγματικά, υπάρχει μια ισχυρή αποκήρυξη της ίδιας της έννοιας ότι είναι δυνατό να υπάρξει τέτοια θεωρία.
Η κατάρρευση της ιδέας της προόδου στην πολιτική σφαίρα δεν είναι άσχετη με την κατάρρευσή της στην ιστορία της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Είναι καιρός να την ξαναπιάσουμε, να προχωρήσουμε πέρα από τις απομυστικοποιητικές και υπονομευτικές επιχειρήσεις, να προχωρήσουμε πέρα από την επιστημολογική παράλυση ενόψει των προβλημάτων των ψευδών θεωριών, του υποκαθορισμού, της ιδεολογίας, του κοινωνικο-ιστορικού καθορισμού.
Χρειάζεται να είμαστε πιο ρωμαλέοι, πιο τολμηροί. Χρειάζεται να πάψουμε να εννοιολογικοποιούμε τη γνώση σαν 100% βεβαιότητα ή σαν μηδέν, οπότε κάθε γνώμη είναι εξίσου καλή με κάθε άλλη. Χρειάζεται να μην παραλυόμαστε από την αβεβαιότητα, να είμαστε πιο πρόθυμοι να πάρουμε τα ρίσκα μας σε ένα αβέβαιο σύμπαν, να εναποθέσουμε τις τύχες μας σε καλά θεμελιωμένες αλλά όχι πιστοποιημένες δυνατότητες, με εγγυημένη επιβεβαιωσιμότητα, με υγιή πιθανότητα. Χρειάζεται να πάμε πέρα από τη διαμάχη ανάμεσα σε μονόπλευρες ακρότητες και την ενίσχυση των αποσπασματικών προοπτικών. Χρειάζεται να επεξεργαστούμε πιο πλούσιες, αναδομημένες έννοιες της επιστημονικής ορθολογικότητας και της επιστημονικής προόδου, σε συνέχεια με τις παλιότερες έννοιες, αλλά ενσωματώνοντας μια κατανόηση όλων εκείνων που τις οδήγησαν σε κρίση, ιδιαίτερα της σπουδαιότητας της κοινωνικο-ιστορικής συνάφειας της επιστήμης.
Να σκιαγραφήσω χονδρικά τι εννοώ με αναδομημένες έννοιες:
Μια επιμονή στην αναφορικότητα της ιστορίας και της κοινωνικής συνάφειας δεν βασίζεται στην αναγνώριση ότι είναι καλό να γνωρίζουμε, ή ότι είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε, αλλά ότι είναι καίριο να γνωρίζουμε. Η ανθρώπινη σκέψη δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιστορία και τη συνάφεια του ανθρώπινου στοχασμού χωρίς να παραμορφωθεί εντελώς αυτό που πραγματικά είναι. Η ιστορία της γνώσης δεν μπορεί να αποσπαστεί από τη διαδικασία της ανάπτυξής της σε περίπλοκη αλληλεπίδραση με ένα ολόκληρο δίκτυο άλλων διαδικασιών χωρίς να αποτύχουμε πλήρως να κατανοήσουμε περί τίνος πράγματι πρόκειται. Τα στάδια σε αυτή τη διαδικασία δεν έχουν υπάρξει απλά διαδοχικά, ούτε οι αλληλεπιδράσεις εντός της ήταν απλά συμπτωματικές. Τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα δεν αναδύθηκαν απλά επειδή κάποιος τα επινόησε. Οι νέες επιστημονικές θεωρίες δεν μπορεί να αιτιολογηθούν εξαντλητικά με την απαρίθμηση των πειραματικών αποτελεσμάτων.
Υπάρχει ένας κτυπητός παραλληλισμός στην ιστορία των ιδεών ανάμεσα στην επιστημονική θεωρία, την κοινωνική τάξη και την κοσμοαντίληψη. Υπήρχε λόγος γιατί τέτοιοι τρόποι σκέψης όπως ο μηχανικισμός και ο ιστορικισμός αναδύθηκαν σε μια συγκεκριμένη περίοδο. Δεν ήταν, για παράδειγμα, σύμπτωση ότι η σωματιδιακή θεωρία της ύλης εμφανίστηκε ταυτόχρονα με ατομικιστικές κοινωνικές θεωρίες, ατομικιστικές οντολογίες, μηχανιστικές κοσμολογίες, προτεσταντικές θεολογίες και τις επείγουσες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Θα ήταν μυωπικό να μη δούμε κάποια σύνδεση ανάμεσα στις ιδέες της αυτονομίας του λόγου, της τέχνης για την τέχνη, της νατουραλιστικής πλάνης, της συγκινησιακής ηθικής και σε μια κοινωνική τάξη σημαδεμένη από το διαρκώς αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας. Δεν θα προκαλούσε έκπληξη να ανακαλύψουμε ότι η θεωρία της φυσικής επιλογής στη βιολογία προέκυψε ταυτόχρονα και στον ίδιο τόπο με τη θεωρία του laissez-faire στην πολιτική οικονομία ή ότι η έκκληση για μια προλεταριακή επιστήμη στη Σοβιετική Ένωση πήρε ύπαρξη στο πρώτο πεντάχρονο πλάνο και όχι στη διάρκεια της Νέας Οικονομικής Πολιτικής.
Δεν θεωρώ ότι πρέπει να κοιτάμε πάντα για ένα-προς-ένα αντιστοιχίες ανάμεσα στις ιδέες και τα ταξικά συμφέροντα. Οι συνδέσεις δεν είναι πάντα άμεσες ή ευθείες ή συνειδητές. Υπάρχουν πολλές περιπλοκές, λεπτομέρειες, αλληλοεπικαλύψεις και ακόμη αντίρροπες τάσεις.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Για να τη συλλάβουμε, πιστεύω είναι το καλύτερο να εστιάσουμε στο συνολικό zeitgeist μιας περιόδου, το πνεύμα της εποχής, την όλη αλληλεπιδρούσα συνάφεια, που εκφράζει τις εντάσεις μιας δοσμένης κοινωνικής τάξης, διαμορφώνει τα θεμελιώδη πρότυπα σκέψης, τοποθετεί τα προβλήματα στην ημερήσια διάταξη, θέτει τους όρους της διαμάχης. Είναι σε αυτά τα συνολικά πρότυπα σκέψης, και στις πραγματικότητες των κοινωνικο-οικονομικών τάξεων στις οποίες θεμελιώνονται, που θα πρέπει να ερευνάμε για να κατανοήσουμε την ιστορία της γνώσης. Είναι η συνολική ώθηση και πίεση της εποχής που μορφώνει την επιστημονική φαντασία όπως και κάθε τι άλλο. Η επιστήμη αναπτύσσεται σε συνάρτηση με κεντρικές εικόνες, μεταφορές κλειδιά και φιλοσοφικές υποθέσεις που γεννώνται σε μια πολύ ευρύτερη διαδικασία. Βρίσκεται εντελώς μέσα στην ιστορία.
Η ίδια η ορθολογικότητα έχει μια ιστορία και συνίσταται από αυτή την ιστορία. Στην ανοδική πορεία μας από τη σύγχυση και το σκοτάδι, από τα πρώτα μας αδέξια πειράματα με χειροτεχνήματα στα πιο λεπτεπίλεπτα εργαλεία που ακούν τους θορύβους των μακρινών γαλαξιών, το είδος μας homo sapiens εξόρμησε στο περιβάλλον του και έπλασε με την πράξη του τον πολύπλοκο γνωστικό μηχανισμό που πολλοί σήμερα θεωρούν δεδομένο. Αλλά το ξετύλιγμα της ιστορίας σε κάθε στάδιο εισερχόταν και διαμόρφωνε αποφασιστικά την ίδια την επιστημονική και φιλοσοφική σκέψη. Δεν υπάρχουν μη-συναφείς, ανιστορικές νόρμες. Ούτε υπάρχει ανάγκη για τέτοιες. Δεν υπάρχει σημείο του Αρχιμήδη. Δεν υπάρχουν νέα από το πουθενά. Δεν υπάρχει αλήθεια που να στέκει πάνω από την ιστορία ή πέρα από την ιστορία. Η ιστορία είναι το παν.
Δεν υπάρχει τίποτε σε όλα αυτά που θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη μας στην επιστημονική ορθολογικότητα. Απεναντίας. Το γεγονός ότι οι κανόνες μας ορθολογικότητας μορφώνονται ιστορικά δεν θα έπρεπε να μας κάνει να συμπεράνουμε ότι είναι αθεμελίωτοι, αλλά θα έπρεπε να καταδείξει σε μας πόσο καλά θεμελιωμένοι πραγματικά είναι, αφού αντιπροσωπεύουν την ενσάρκωση αιώνων προσπάθειας, δοκιμής και λάθους, συνεχούς εκλέπτυνσης των γνωστικών εργαλείων μας. Η γνώση μας έχει τη θεμελίωσή της σε αυτή τη διαδικασία.
Η ιστορικότητα δεν υπονοεί ανορθολογικότητα, αυθαιρεσία, ασυνέχεια, ασυμβατότητα, αποδόμηση ή υπερ-στοχαστικότητα. Εντελώς βέβαια δεν αποκλείει τη διαφορική εκτίμηση συγκρουόμενων ισχυρισμών σχετικά με τη γνώση, των αντίπαλων θεωριών και παραδειγμάτων. Απεναντίας, την απαιτεί. Η ιστορική διαδικασία μέσω της οποίας η εκπληρωμένη γνώση και τα κριτήριά μας για το τι μπορεί να υπολογίζουμε σαν γνώση έχουν φτάσει σε μας υπήρξε σημαδεμένη από τη συνεχή διαφορική αξιολόγηση εναλλακτικών επιλογών και συνεχή δοκιμασία εναλλακτικών μεθόδων διαφορικής εκτίμησης των εναλλακτικών επιλογών. Είναι στη δοκιμασία αυτής της πραγματωμένης εμπειρίας, κοινωνικο-ιστορικά εκτυλιγμένης, που υποβάλλουμε κάθε νέα εμπειρία, προωθώντας της σκέψη μας και ακόμη την ιστορία των ιδεών.
Τα θεμέλια της γνώσης μας βρίσκονται σε αυτή τη διαδικασία και δεν χρειάζεται να αναζητούμε θεμέλια είτε σε ένα υπερβατικό βασίλειο του καθαρού λόγου, είτε στο κατώτατο επίπεδο των θεωρητικά ουδέτερων παρατηρησιακών δηλώσεων. Δεν χρειάζεται να αναζητούμε τη γνωστική αξιοπιστία σε κριτήρια ορθολογικότητας που είναι ανεξάρτητα από τη συνάφεια. Έχουμε όντως κριτήρια ορθολογικότητας και είναι όλα εξαρτημένα από την συνάφεια και όχι λιγότερο αξιόπιστα γι’ αυτό το λόγο. Θεωρούμε τις πεποιθήσεις ορθολογικές αν θεμελιώνονται στην εμπειρία, στο μέλλον της εμπειρίας, αν είναι ανοικτές προς τη νέα εμπειρία, αν είναι λογικά συνεκτικές και αν είναι δομημένες σε ένα οργανωμένο σύστημα πεποιθήσεων. Θεωρούμε τις πεποιθήσεις ανορθολογικές αν δεν βασίζονται στην εμπειρία ή βασίζονται σε ανεπαρκή εμπειρία, αν δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση στο φως της παραπέρα εμπειρίας, αν βασίζονται σε μη αναφορικές θεωρήσεις, αν είναι μη συνεκτικές, αν είναι ασύμβατες με ότι υποστηρίζουν άλλες πεποιθήσεις.
Δεν υπάρχει τίποτε σε όλα αυτά που να απομακρύνει από την ιστορική συνάφεια. Απεναντίας. Όλα περιλαμβάνουν αναφορά στην εμπειρία και η εμπειρία είναι πάντα συνάφεια. Το θέμα είναι ότι οι πεποιθήσεις πρέπει να αποδειχτούν μέσα σε μια πολλαπλότητα συναφειών, όχι ότι πρέπει να είναι ανεξάρτητες από τη συνάφεια. Το να εκτιμήσουμε τις αντιλήψεις, πραγματικά για να εκφέρουμε κρίση μεταξύ όλων των συγκρουόμενων αξιώσεων για τη γνώση μέσα σε μια κουλτούρα, δεν περιλαμβάνει (ενάντια σε πολλούς) την έκκληση σε ένα ανιστορικό ουδέτερο πίνακα. Αυτό που όντως περιλαμβάνει, απεναντίας, είναι η έκκληση στην ιστορική διαδικασία.
Η διχοτομία ανάμεσα στην ορθολογικότητα και την ιστορικότητα, ανάμεσα στην επιστήμη ως αξιόπιστη γνώση της φύσης και ως κοινωνικο-ιστορική διαδικασία, είναι πλαστή. Τελικά καταλήγει στο ποια επιστημολογία υπόκειται της προσέγγισής μας σε αυτά τα ερωτήματα.
Χρειαζόμαστε, πρώτ’ απ’ όλα, να αποφύγουμε τις παγίδες των παθητικών, ατομικιστικών, θεωρησιακών, αντικειμενίστικων θεωριών της γνώσης, οι οποίες βλέπουν τους επιστήμονες σαν να ανακαλύπτουν χωρίς προβλήματα τα «ακατέργαστα γεγονότα» γύρω από τη φύση όπως είναι «καθεαυτή» και την επιστήμη σαν ένα αυξανόμενο απόθεμα από τέτοια γεγονότα γύρω από τη φύση, που δεν χρειάζονται καμιά θεωρία αναφοράς ή κοινωνικο-ιστορική συνάφεια. Ποτέ δεν γνωρίζουμε τη φύση έξω από τη δική μας γνώση γι’ αυτή, τη φύση όπως είναι καθεαυτή, έξω από τον τρόπο που μεσολαβείται από την ιστορική εξέλιξη όλου του κοινωνικά δομημένου μας εννοιολογικού μηχανισμού της ανθρώπινης γνώσης. Συναντάμε τη φύση μόνο μέσω της ανθρώπινης ιστορίας, μόνο μέσα και μέσω των κοινωνικά εξελιγμένων κατηγοριών της ανθρώπινης σκέψης.
Ωστόσο, δεν πρέπει να παραλύουμε από αυτό και να αποτυχαίνουμε να δούμε ότι όντως συναντάμε τη φύση. Κατανοούμε την όλη διαδικασία ως συμμέτοχοί της. Κατανοούμε τον κόσμο σε αλληλεπίδραση με αυτόν. Σε αυτή την αλληλεπίδραση βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία απέναντι σε έναν κόσμο μη αναγώγιμο στους εαυτούς μας.
Είναι έτσι επίσης αναγκαίο να αποφύγουμε την άλλη παγίδα, αυτή των υπερ-στοχαστικών, κοινωνικά συμβατικών, υποκειμενιστικών θεωριών της γνώσης, που τείνουν να παραλύουν τόσο από την ιστορική ποικιλότητα στην ερμηνεία των γεγονότων, ακόμη και των πειραματικών αποτελεσμάτων στις φυσικές επιστήμες, ώστε να απομακρύνονται από το θέμα αν κρίνεται κάποιο αντικειμενικό γεγονός και να συμπεραίνουν ότι μας απομένουν μόνο ο εαυτός μας και οι δικές μας υποκειμενικές, τυχαίες, αυθαίρετες εκλογές.
Είναι αλήθεια ότι δεν μπορεί ποτέ να αποσπάσουμε τον εαυτό μας από το κοινωνικό περιβάλλον μας ώστε να είμαστε ικανοί να πούμε πώς φαίνεται ο κόσμος πέρα από αυτό, αλλά μπορούμε να υπερβούμε τα στενά όρια των παρωχημένων κουλτούρων και της μη κριτικής παραδοχής των δογματικών παραδόσεων και να αφομοιώσουμε όσο το δυνατό περισσότερα από τις κουλτούρες ανά τους αιώνες. Μπορεί να κάνουμε δικά μας τα καλύτερα γνωστικά επιτεύγματα όλων των εποχών και να ενσωματώσουμε στη σκέψη μας όσο περισσότερα δεδομένα επιτρέπει η παρούσα κατάσταση της γνώσης. Μπορεί να εκθέσουμε τον εαυτό μας στα επιχειρήματα όλων των συγκρουόμενων τάσεων και να στηρίξουμε τις διανοητικές επιλογές μας σε μια όσο το δυνατό πιο σταθερή βάση.
Για να το κάνουμε αυτό με επάρκεια, χρειαζόμαστε μια κατάλληλη επιστημολογία, μια επιστημολογία της αλληλεπίδρασης, σε αντιπαράθεση με τις αντικειμενιστικές και υποκειμενιστικές επιστημολογίες του παρελθόντος, επιστημολογίες που παίρνουν ως σημείο αφετηρίας τους μια ριζική διάσπαση ανάμεσα στο αντικείμενο και το υποκείμενο, ανάμεσα στη φύση και την ιστορία, ανάμεσα στον κόσμο κι εμάς. Και οι δυο είναι, ασφαλώς, επιστημολογίες με μια κοινωνικο-ιστορική βάση, οι οποίες αντιπροσωπεύουν στάδια στην ανάπτυξη της ορθολογικότητας, αλλά στάδια που πρέπει να ξεπεραστούν.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια επιστημολογία η οποία θα παίρνει το σημείο εκκίνησής της σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης, στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στον κόσμο κι εμάς. Είναι μια αλληλεπίδραση που φέρει πάντα τη σφραγίδα του εαυτού μας και όλων των κοινωνικο-ιστορικών δυνάμεων που μας έχουν κάνει αυτό που είμαστε, καθώς και τη σφραγίδα ενός κόσμου που συναντούμε, μη αναγώγιμου σε μας. Είναι μια αλληλεπίδραση που αποφέρει στο τέλος, με το δικό της περίπλοκο τρόπο και όχι πάντα, αξιόπιστη γνώση τόσο του κόσμου όσο και του εαυτού μας.
Χρειάζεται να αναδομήσουμε τις έννοιές μας της επιστημονικής ορθολογικότητας και της επιστημονικής προόδου σε ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης. Χρειάζεται να βλέπουμε την επιστήμη ως την εξαιρετικά περίπλοκη γνωστική διαδικασία που είναι, λεπτεπίλεπτα και αξεδιάλυντα συνυφασμένη με ένα ευρύτερο δίκτυο διαδικασιών και να τη βλέπουμε ως μια διαδικασία με προοδευτικό χαρακτήρα. Πάντα υπήρξε μια κίνηση εμπρός, όχι μια ευθεία γραμμή, αλλά ένα ταραγμένο μονοπάτι κατάσπαρτο με παραμερισμένες έννοιες, ανεπαρκή κριτήρια, αποτυχίες, λάθη, τραγωδία, ωμότητα, πραγματικά ακόμη και πολλή «υπεκφυγή, ρητορική και προπαγάνδα», αλλά επίσης και πολύ από αυτό που με εμπιστοσύνη αποκαλούμε γνώση.

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ο Πολίτης. Η Helena Sheehan διδάσκει ιστορία των ιδεών στο πανεπιστήμιο του Δουβλίνου και είναι συγγραφέας βιβλίων για τις φυσικές επιστήμες και το μαρξισμό.

 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση