Οικονομικές αιτίες κατάρρευσης του "υπαρκτού σοσιαλισμού" στην ΕΣΣΔ

 

του Γιάννη Τόλιου*


[...] Η σύντομη παρουσίαση των κυριότερων οικονομικών σχέσεων ή οικονομικών νόμων που προσιδιάζουν στη φύση του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, μας διευκολύνει πλέον να εξετάσουμε την ιστορική εμπειρία του σοσιαλιστικού εγχειρήματος στην ΕΣΣΔ και στον εντοπισμό βασικών αιτίων της εμφάνισης κρισιακών καταστάσεων στη σοβιετική οικονομία (οριακοί ρυθμοί ανάπτυξης στη δεκαετία του '80) και τελικά στην κατάρρευση του εγχειρήματος αρχές δεκαετίας του '90.
[...] Η ιστορική προσέγγιση του θέματος δείχνει ότι οι νέες σχέσεις παραγωγής που διαμορφώθηκαν στην ΕΣΣΔ, μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, πέρασαν από διάφορες φάσεις οι οποίες συνδέθηκαν με ριζοσπαστικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς και αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις του οικονομικού μηχανισμού λειτουργίας της σοβιετικής οικονομίας. Ενδεικτικό των δυσκολιών διερεύνησης των οικονομικών νόμων του νέου τρόπου παραγωγής, ήταν η αργοπορημένη επεξεργασία του πρώτου εγχειριδίου Πολιτικής Οικονομίας του Σοσιαλισμού (1954), χωρίς αυτό να σημαίνει και την ολόπλευρη και σωστή διερεύνηση θεμελιωδών ζητημάτων του. Ειδικότερα στα πρώτα χρόνια της επανάστασης και στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1918-21), η οικονομική πολιτική της σοβιετικής εξουσίας ονομάστηκε "πολεμικός κομμουνισμός" με την επίταξη των πάντων στις ανάγκες του πολέμου. Μετά το τέλος του εμφυλίου, ο Λένιν επεξεργάστηκε τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) για την αναζωογόνηση της οικονομίας που διατηρήθηκε ως το τέλος της δεκαετίας του '20. Με την επεξεργασία των πρώτων 5χρονων πλάνων η ΝΕΠ εγκαταλείφτηκε, ενώ προωθήθηκε η βίαιη κολεκτιβοποίηση στον αγροτικό τομέα. Το 1941-45 εφαρμόστηκε και πάλι ο "πολεμικός κομμουνισμός" για τις ανάγκες του πολέμου, ενώ το 1947 έγινε νομισματική μεταρρύθμιση και το παλαιό ρούβλι αντικαταστάθηκε με νέο πλήρους αγοραστικής δύναμης. Το 1957, μετά την ανάληψη της ηγεσίας του ΚΚΣΕ από τον Χρουστσόφ, πραγματοποιήθηκε νέα μεταρρύθμιση και δημιουργήθηκαν τα λεγόμενα "συμβούλια λαϊκής οικονομίας", η οποία τελικά απέτυχε και εγκαταλείφτηκε το 1965. Με την άνοδο στην εξουσία του Μπρέζνιεφ έγινε νέα μεταρρύθμιση το 1966 (μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν) την οποία ακολούθησε νέα το 1976. Με την άνοδο του Αντρόποφ (1984), ψηφίστηκε νόμος για τη συμμετοχή των εργαζόμενων στη διεύθυνση των επιχειρήσεων, ενώ επί Γκορμπατσόφ εφαρμόστηκε η Περεστρόικα (1986-90), η οποία οδηγήθηκε ουσιαστικά σε αδιέξοδο και ανατροπή της από τον Γιέλτσιν (1991), σηματοδοτώντας τις διαδικασίες καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη δεκαετία του '90.
[...] Αναφερόμενοι στους ιστορικούς αυτούς σταθμούς, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τις κυριότερες αιτίες στις οποίες σκόνταψε το εγχείρημα, λαμβάνοντας υπ' όψη τις δυσκολίες θεώρησης μιας πολυσύνθετης και πολύχρονης εμπειρίας, καθώς και τα περιορισμένα όρια ανάλυσης του θέματος στα πλαίσια του παρόντος κειμένου.

1. Το ζήτημα της κρατικοποίησης και κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής
Το πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής, ιδιαίτερα των μεγάλων επιχειρήσεων (βιομηχανιών, τραπεζών, υποδομών, φυσικών πόρων, γης, κ.λπ.), στον έλεγχο της κοινωνίας, δεν αποτελεί μόνο ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, ούτε απλά βασικό μέσο αποδυνάμωσης της οικονομικής και πολιτικής ισχύος των καπιταλιστών και γενικότερα της αστικής τάξης. Αποτελεί βασική προϋπόθεση αλλαγής της φύσης και του στόχου της κοινωνικής παραγωγής, από τη μεγιστοποίηση του καπιταλιστικού κέρδους στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και τη σταθερή αύξηση της λαϊκής ευημερίας7.
Ωστόσο η αλλαγή της νομικής μορφής της ιδιοκτησίας, αποτελεί την "αναγκαία" όχι όμως και "ικανή" συνθήκη αλλαγής του περιεχομένου της. Στον καπιταλισμό, παρότι έχουμε περιπτώσεις εθνικοποίησης (κρατικοποίησης) επιχειρήσεων και δημιουργίας νέων σε διάφορους τομείς, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις λειτουργούν με καπιταλιστικούς όρους, τόσο προς τους εργαζόμενους όσο και προς την κοινωνία, εξυπηρετώντας τα "συλλογικά" συμφέροντα της αστικής τάξης, ιδιαίτερα της οικονομικής ελίτ.
Στο σοσιαλισμό, με το πέρασμα των βασικών μέσων παραγωγής στον έλεγχο του σοσιαλιστικού κράτους, γίνεται ένα μεγάλο βήμα αλλαγής του χαρακτήρα της κρατικής ιδιοκτησίας από καπιταλιστική σε κοινωνική, με την κατάργηση της αποξένωσης των παραγωγών στην κυριότητα, νομή, διάθεση και χρησιμοποίησή της, σε όφελός τους και σε όφελος συνολικά της κοινωνίας. Ωστόσο η "κοινωνικοποίηση" στην πράξη προϋποθέτει την ουσιαστική συμμετοχή των εργαζόμενων στη διεύθυνση και διαχείριση, πρώτ' απ' όλα των κρατικών επιχειρήσεων8. Στην ΕΣΣΔ η συγκεκριμένη συμμετοχή ήταν στην πράξη τυπική-γραφειοκρατική και η διαχείρισή τους "εν πολλοίς" ανορθολογική, με αποτέλεσμα το μειωμένο ενδιαφέρον των εργαζόμενων στην προστασία, αποδοτική χρήση και αύξηση της δημόσιας περιουσίας.
Παράλληλα, η βιασύνη υπέρβασης της μικρής παραγωγής, στο όνομα της καταπολέμησης των καπιταλιστικών υπολειμμάτων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη βίαιη κολεκτιβοποίηση στον αγροτικό τομέα και τη γρήγορη εξάλειψη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον δευτερογενή και τριτογενή τομέα, οδήγησε σε απώλεια πλεονεκτημάτων της μικρής παραγωγής, για την κάλυψη ζωτικών βιοτικών αναγκών και προσφορά καλύτερων υπηρεσιών στον πληθυσμό. Κατά συνέπεια η απολυτοποίηση του "μεγάλου" και "κρατικού" με απλή αλλαγή της νομικής μορφής ιδιοκτησίας χωρίς "κοινωνικοποίηση" στην πράξη, καθώς και η βιαστική υπέρβαση της μικρής παραγωγής, στέρησε δυναμισμό και έβλαψε την προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
2. Το ζήτημα της «σχεδιοποίησης» και των «εμπορευματοχρηματικών σχέσεων»
Ο κεντρικός σχεδιασμός με τα 5χρονα πλάνα (σχέδια) κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, αποσκοπούσε στην ορθολογική κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων (μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης), μεταξύ τομέων, κλάδων, υποκλάδων, περιοχών, κ.λπ., επιδιώκοντας την ταχύρυθμη και αναλογική ανάπτυξη, καθώς και τη διαχρονική ισορροπία ζήτησης και προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών. Από αυτή την άποψη η συμβολή τους ήταν θετική στην οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων και στην αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών κατά σειρά σπουδαιότητας. Ωστόσο, ο βαθμός συγκέντρωσης και αποκέντρωσης των αποφάσεων στα διάφορα επίπεδα επεξεργασίας και υλοποίησης των πλάνων, ο προσδιορισμός των δεικτών αποδοτικότητας και ελέγχου, ο σχεδιασμός και οι ποιοτικές προδιαγραφές των προϊόντων, τα δίκτυα διακίνησης, κ.ά., αποτελούσαν ανοιχτά ζητήματα στη διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, τα οποία δεν λύθηκαν με επαρκή τρόπο.
Ιδιαίτερα, το επισιτιστικό πρόβλημα ήταν ένα από τα προβλήματα που δεν βρήκαν ικανοποιητική λύση. Η ουσία του συνίστατο στα μεγάλα ελλείμματα τροφοδοσίας του πληθυσμού (ποσότητα, ποικιλία, ποιότητα), με αποτέλεσμα τις μόνιμες ουρές στα καταστήματα, κυρίως των πόλεων. Το πρόβλημα άγγιζε όλη την "τροφική αλυσίδα", από την παραγωγή αγροτικών "εισροών" (αγροτικά μηχανήματα, αγροτικά εφόδια, κ.ά.), ως την παραγωγή αγροτικών προϊόντων, τη συγκέντρωση της σοδειάς, την αποθήκευση, επεξεργασία, διακίνηση και τελική διάθεση στους καταναλωτές. Σε όλους τους κρίκους υπήρχαν σοβαρές απώλειες (20-30% της παραγωγής) είτε λόγω κακής διαχείρισης (αποθήκευσης, μεταφοράς, επεξεργασίας), είτε λόγω δράσης παρασιτικών κυκλωμάτων, ακόμα και "μαύρης αγοράς" σε περιπτώσεις ελλείψεων. Από την άλλη, η απολυτοποίηση του κεντρικού σχεδιασμού περιόριζε την αξιοποίηση παραγωγικών δυνατοτήτων σε τοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ο εφοδιασμός των κατοίκων του Καζαχστάν με κονσέρβες φρούτων και λαχανικών, καλύπτονταν μόνο κατά 30% από την ντόπια παραγωγή, ενώ η υπόλοιπη ποσότητα ήταν εισαγόμενη. Επίσης σε πολλές περιοχές της χώρας υπήρχαν χιλιάδες ακατοίκητα σπίτια (περίπου 800.000) με παρατημένα κτήματα γύρω τους, χωρίς πρόνοια αξιοποίησης τους, π.χ. με την παραχώρηση σε μικροπαραγωγούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 54% των αγροτικών οικογενειών δεν είχαν το 1987 καμιά αγελάδα και το 33% κανένα ζώο εκτροφής!
Εξάλλου, παρά τα θεαματικά βήματα της σοβιετικής οικονομίας με την εφαρμογή των πλάνων ανάπτυξης (γρήγορη εκβιομηχάνιση, εξηλεκτρισμός, διαστημικό πρόγραμμα, κ.ά.), στην πορεία η οικονομία άρχισε να "χάνει ταχύτητα" παρουσιάζοντας φθίνοντες ρυθμούς ανόδου. Έτσι μεταπολεμικά οι ρυθμοί ανάπτυξης στα πλαίσια των πενταετών πλάνων έφθιναν. Ειδικότερα στη βιομηχανική παραγωγή στο πρώτο πεντάχρονο (1928-32) ο ετήσιος ρυθμός ανόδου ήταν 23,6%, στο δεύτερο πεντάχρονο (1933-37) ήταν 24,2%, στο τρίτο λόγω πόλεμου (1940-45) η οικονομία πέρασε στον "πολεμικό κομμουνισμό", στο τέταρτο (1946-50) ήταν 17,6%, στο πέμπτο (1951-55) 13,1%, στο έκτο (1956-60) 5,9%, στο έβδομο (1961-65) 5,0%, στο όγδοο (1966-70) 5,3%, στο ένατο (1971-75) 3,7%, στο δέκατο (1976-80) 2,6% και στο ενδέκατο (1980- 85) ήταν 2,7% το χρόνο. Δηλαδή, παράλληλα με την τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (ανάπτυξη έρευνας, νέα τεχνολογία, αύξηση επιστημονικού δυναμικού, κ.ά.), δρούσαν παράγοντες επιβράδυνσης της οικονομικής ανάπτυξης της ΕΣΣΔ. Ένας από αυτούς ήταν ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός των πλάνων, η γραφειοκρατική επεξεργασία και οι πολλαπλοί δείκτες ελέγχου, τα οποία δεν άφηναν πολλά περιθώρια ευελιξίας και πρωτοβουλίας στη δράση των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, ενώ ο αποκλεισμός της μικρής παραγωγής στερούσε δυνατότητες αξιοποίησης παραγωγικών δυνατοτήτων στη βάση της συμπληρωματικότητας της μικρής προς τη μεγάλη παραγωγή. Ιδιαίτερα η επεξεργασία των πλάνων στα πλαίσια του κεντρικού σχεδιασμού, ήταν μια δυσκίνητη και γραφειοκρατική διαδικασία, χρονοβόρα και δαπανηρή με μεγάλο δημοκρατικό έλλειμμα ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζόμενων στην επιλογή, επεξεργασία και υλοποίηση των στόχων τους. Αντίθετα, ήταν έντονο το στοιχείο του συγκεντρωτισμού, χωρίς αμφίδρομες σχέσεις μεταξύ διαφόρων επιπέδων εξειδίκευσής τους (Κέντρου-Δημοκρατίας-Περιφέρειας-Πόλης-Περιοχής). Επίσης η θεώρηση των αναγκών και ο σχεδιασμός των προϊόντων είχε μια στατικότητα (π.χ. τύποι υποδημάτων που είχαν σχεδιαστεί για τις ανάγκες του πληθυσμού έμεναν για μια πενταετία ίδιοι, όπως η τεχνολογία, οι πρώτες ύλες, κ.λπ.).
Ασφαλώς στα πρώτα χρόνια της επανάστασης ή μετά τον πόλεμο, προτεραιότητα αποκτούσε η ποσότητα των προϊόντων, σε βάρος του κόστους, της ποιότητας ή της κομψότητάς τους. Ωστόσο, στην πορεία της ανάπτυξης, οι προτεραιότητες αλλάζουν και ο "βαθμός ευαισθησίας" των πλάνων στην εξοικονόμηση πόρων και αλλαγές της ζήτησης ήταν περιορισμένος. Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση της εφαρμογής νέων τεχνολογιών στις διάφορες σφαίρες της παραγωγής και της εξυπηρέτησης. Με λίγα λόγια τα πεντάχρονα πλάνα "μπλοκάριζαν" τη γρήγορη μετάβαση από την εκτατική στην εντατική ανάπτυξη.
Από την άλλη κυριάρχησαν λαθεμένες θεωρήσεις για το ρόλο των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων (ή σχέσεων αγοράς), στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομίας, οι οποίες οδήγησαν σε πρόωρη εγκατάλειψη της ΝΕΠ στο όνομα της καταπολέμησης των καπιταλιστικών υπολειμμάτων. Δυστυχώς και κατά τη μεταπολεμική περίοδο υπήρξε ουσιαστική υποτίμησή τους ως μοχλού ανάπτυξης της παραγωγής και ρύθμισης της σοσιαλιστικής οικονομίας. Κατ' αρχήν η ύπαρξη "σχέσεων αγοράς" στο σοσιαλισμό, απορρέει από τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ επιχειρήσεων και της ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ τους, καθώς και την ύπαρξη διαφόρων μορφών σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας (δημόσιας και συνεταιριστικής) και ανάπτυξης εμπορικών σχέσεων με άλλες χώρες. Ωστόσο, η λειτουργία τους δεν είναι στοιχειακή αλλά υποτάσσεται στους στόχους της σχεδιοποίησης. Η σφαίρα δράσης τους περιορίζεται (εργατική δύναμη, κοινωνικά αγαθά, υποδομές, γη, κ.ά., παύουν να είναι εμπορεύματα), η κατανομή των παραγωγικών δυνάμεων στους διάφορους κλάδους γίνεται σχεδιασμένα, οι τιμές δεν διαμορφώνονται ανεξέλεγκτα αλλά ρυθμίζονται, κ.ά.
Ωστόσο, το κύριο ερώτημα παραμένει ακόμα και σήμερα υπό διερεύνηση. Πού σταματούν τα όρια του σχεδιασμού και πού αρχίζουν οι σχέσεις αγοράς; Ποιο το βάρος του καθενός στη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας; Γύρω από το θέμα της ύπαρξης και χρησιμοποίησης των "σχέσεων αγοράς" στο σοσιαλισμό, διεξήχθη από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας της ΕΣΣΔ, μια μεγάλη συζήτηση η οποία συνδέθηκε άμεσα με τα κρίσιμα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της διαδικασίας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Το κυριότερο ερώτημα ήταν κατά πόσο η χρησιμοποίηση των σχέσεων αγοράς οδηγεί σε αποδυνάμωση ή ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων και κάτω από ποιες συνθήκες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε όφελος του σοσιαλισμού, με την προοπτική της οριστικής εξάλειψής τους στον κομμουνισμό. Υπήρξαν σχηματικά τρεις απόψεις και αντίστοιχοι υποστηρικτές τους. Εκείνοι που τάσσονταν υπέρ και τις θεωρούσαν σύμφυτες στο σοσιαλισμό, εκείνοι που τάσσονταν κατά και τις θεωρούσαν ασύμβατες και εκείνοι που τις αντιμετώπιζαν ως αναγκαίο κακό. Και οι τρεις απόψεις είχαν γόνιμα στοιχεία αλλά απολυτοποιούσαν αντιφατικές τους πλευρές.
Ασφαλώς τα πλάνα πρέπει να καθορίζουν τις κεντρικές προτεραιότητες στην κατανομή των παραγωγικών πόρων (υλικών και εργασιακών) στους διάφορους κλάδους και τομείς της οικονομίας, στην πρωτογενή κατανομή του εθνικού εισοδήματος (σε εργασιακές αμοιβές και κρατικά έσοδα), καθώς και στην τελική χρησιμοποίηση του, είτε με μορφή κονδυλίων "συσσώρευσης" (πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, επενδύσεις κρατικών επιχειρήσεων, δαπάνες αμυντικής βιομηχανίας, κ.ά.), είτε κονδυλίων "κοινωνικής κατανάλωσης" (παιδείας, υγείας, πρόνοιας, λαϊκής στέγης, συγκοινωνιών, κ.ά.), είτε τέλος κονδυλίων προσωπικής κατανάλωσης.
Οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις διαμεσολαβούν σε όλες τις φάσεις αναπαραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, μεταξύ κράτους και σοσιαλιστικών επιχειρήσεων, μεταξύ των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων και μεταξύ επιχειρήσεων και πολιτών, μέσω του χρήματος και όλων των κατηγοριών της εμπορευματικής παραγωγής (τιμές, κόστος, πίστωση, κέρδος, κ.ά.). Δηλαδή, η αξιοποίησή τους στο σοσιαλισμό, εντάσσεται στους στόχους του σχεδίου και αποτελεί σημαντικό μοχλό ρύθμισης της οικονομικής δραστηριότητας, για γρήγορη εισαγωγή νέας τεχνολογίας και καινοτομιών, μέτρηση της αποδοτικής χρήσης μέσων παραγωγής (αντικειμένων και μέσων εργασίας), ως κίνητρο βελτίωσης της ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, για ενθάρρυνση της δραστηριότητας των μικρών παραγωγών, βελτίωση του μηχανισμού διακίνησης και εμπορίας προϊόντων, εξασφάλιση επωφελούς συνεργασίας με το ξένο κεφάλαιο, κ.ά. Βασικός στόχος στη χρήση τους είναι η αποτελεσματικότερη προώθηση των στόχων της σοσιαλιστικής κοινωνίας και όχι υποταγή της σοσιαλιστικής κοινωνίας στους νόμους της αγοράς.
Είναι γεγονός ότι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, αξιοποιούνταν και πριν την Περεστρόικα στα πλαίσια της "οικονομικής ιδιοσυντήρησης" των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα θέμα που είχε εμφανιστεί ήδη στα πλαίσια της ΝΕΠ και στο οποίο πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα, λόγω της κομβικής σημασίας του αναφορικά με τα προβλήματα μετάβασης στο σοσιαλισμό, ιδιαίτερα των σχέσεων με την αγορά στην αρχική της φάση.
Η "οικονομική ιδιοσυντήρηση" αποτελεί μέθοδο οικονομικής διαχείρισης-διεύθυνσης των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων (κρατικών και συνεταιριστικών) η οποία αποσκοπεί στην εκπλήρωση των στόχων του πλάνου και την εξασφάλιση οικονομικής αποδοτικότητας με τη χρήση εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων. Ως μέθοδος έχει αντιφατικό χαρακτήρα λόγω της αντιφατικότητας των εμπορευματο-χρηματικών σχέσεων, οι οποίες υπό ορισμένες συνθήκες τείνουν στην εμφάνιση καπιταλιστικών μορφών οικονομίας.
Ο Λένιν αναφερόμενος στην εμπειρία της ΝΕΠ επισημαίνει:
«... Τώρα επιτρέπεται να αναπτύσσεται το ελεύθερο εμπόριο και ο καπιταλισμός, που ρυθμίζονται όμως από το κράτος, ενώ από το άλλο οι κρατικές επιχειρήσεις περνούν στη λεγόμενη αρχή της οικονομικής ιδιοσυντήρησης, δηλαδή στην ουσία σε σημαντικό βαθμό σε εμπορικές και καπιταλιστικές αρχές. Το προλεταριακό κράτος χωρίς να αλλάξει την ουσία του, μπορεί να επιτρέψει την ελευθερία του εμπορίου και την ανάπτυξη του καπιταλισμού μόνο ως ένα ορισμένο βαθμό και μόνο με τον όρο ότι το ελεύθερο εμπόριο και ο ιδιωτικός καπιταλισμός θα υπόκεινται σε ρύθμιση (επίβλεψη, έλεγχο, καθορισμό των μορφών, της τάξης πραγμάτων, κ.λπ.) από το κράτος» (Άπαντα, τόμ. 44, σελ. 342).
Κατά συνέπεια, στα πλαίσια της οικονομικής ιδιοσυντήρησης η πραγματοποίηση των στόχων του πλάνου (με υποταγή των "σχέσεων αγοράς" στις επιδιώξεις του), συνδέεται με την εφαρμογή από τις επιχειρήσεις συστήματος δεικτών για τον όγκο παραγωγής, νόρμες εργασίας, λειτουργική απόδοση, επενδύσεις, προμήθειες, τεχνικοί δείκτες, κ.ά. Μέχρι την Περεστρόικα ο βαθμός αυτοτέλειας των επιχειρήσεων στην επεξεργασία και υλοποίηση των πλάνων ήταν περιορισμένος, δεδομένου ότι το πλάνο εξασφάλιζε κεντρικά τα αναγκαία μέσα παραγωγής, τις εργασιακές δυνάμεις, τους χρηματικούς πόρους, την ονοματολογία των προϊόντων, κ.ά., ενώ αναλάμβανε τη ρευστοποίηση των προϊόντων τους (προς το κράτος, άλλες επιχειρήσεις, λιανικό εμπόριο), υπό καθεστώς αυστηρής συγκεντρωτικής διεύθυνσης. Με το πέρασμα στην "πλήρη οικονομική ιδιοσυντήρηση" χαλαρώνει ο συγκεντρωτικός-διοικητικός έλεγχος των "σχέσεων αγοράς", αυξάνοντας τους κινδύνους αυθόρμητης δράσης του νόμου της αξίας και εμφάνισης καπιταλιστικών στοιχείων. Άρα χρειάζεται δημιουργία νέων μηχανισμών (ισχυρή οικονομική ρύθμιση) που θα υποτάσσουν τη λειτουργία των "σχέσεων αγοράς" στις ανάγκες της κοινωνίας.
Ωστόσο, στη μετασταλινική ΕΣΣΔ ως την Περεστρόικα η χρήση τους ήταν αποσπασματική και δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια, κάτω από τις κεντρικές κατευθύνσεις και τις δεσμεύσεις των πλάνων, να εκδηλώσουν τα πλεονεκτήματά τους ως μοχλών οικονομικής διεύθυνσης. Για παράδειγμα στον υπολογισμό των τιμών, υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ "αξίας" (κοινωνικά αναγκαίου χρόνου για την παραγωγή ενός προϊόντος) και "ανταλλακτικής αξίας" (τιμή του προϊόντος). Στην πραγματικότητα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα ακριβούς προσδιορισμού του κόστους παραγωγής, με αποτέλεσμα μεγάλες σπατάλες υλικών πόρων, ζωντανής εργασίας, αποδυνάμωση προσπαθειών ανόδου της παραγωγικότητας, κ.ά. Επίσης η απουσία εμπορευματοχρηματικών σχέσεων σε όλους τους κρίκους της αναπαραγωγής (απουσία χονδρεμπορίου), μείωνε τον έλεγχο στη διακίνηση των προϊόντων, αύξανε τις φθορές και τις σπατάλες ιδιαίτερα στα αγροτικά προϊόντα, τροφοδοτούσε φαινόμενα διαφθοράς, παρασιτισμού, παραοικονομίας, κ.ά [...]

(*) Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ Οικονομικών Επιστημών και μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΣΥΝ. Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος εκτεταμένου σημειώματός του στη συλλογή με θέμα: «Οι Οικονομικές Αιτίες Κατάρρευσης του "Υπαρκτού Σοσιαλισμού" στην ΕΣΣΔ», σελ. 548-575.

Καταχωρήθηκε στο iskra.gr, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=1435:-l-r-&catid=55:an-oikonomia&Itemid=283.