Η έννοια της αλλοτρίωσης στον υπαρξισμό και τον μαρξισμό: χεγκελιανά θέματα στη σύγχρονη κοινωνική σκέψη - Σον Σέγιερς

 

Η έννοια της αλλοτρίωσης στον υπαρξισμό και τον μαρξισμό:

χεγκελιανά θέματα στη σύγχρονη κοινωνική σκέψη

 

του Σον Σέγιερς*

 

Η έννοια της αλλοτρίωσης είναι μια από τις πιο σημαντικές και καρποφόρες κληρονομιές της κοινωνικής φιλοσοφίας του Χέγκελ. Είναι περίεργο, επομένως, ότι ο απολογισμός του ίδιου του Χέγκελ απορρίπτεται πλατιά, όχι στο μικρότερο βαθμό από τους συγγραφείς σε αυτές τις παραδόσεις που έχουν παραλάβει και αναπτύξει την έννοια με τους πλέον σημαίνοντες τρόπους: τον μαρξισμό και τον υπαρξισμό.

Η γενίκευση σε αυτή την περιοχή είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Ο ίδιος ο ισχυρισμός ότι ο μαρξισμός έχει μια θεωρία της αλλοτρίωσης είναι διαφιλονικούμενος. Ο όρος έχει μια μετατοπιζόμενη σημασία στα πρώιμα κείμενα του Μαρξ και παίζει μόνο δευτερεύοντα ρόλο στο μεταγενέστερο έργο του. Οι γενικεύσεις για τον υπαρξισμό είναι ακόμα πιο προβληματικές. Ο υπαρξισμός δεν είναι διόλου μια καθορισμένη φιλοσοφική σχολή. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για μια χαλαρή παράδοση, και πολλοί από τους συγγραφείς που συνδέονται με αυτήν δεν χρησιμοποιούν ρητά την έννοια της αλλοτρίωσης.

 

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σημαντικό κοινό έδαφος στον τρόπο που οι φιλόσοφοι και στις δύο αυτές παραδόσεις αποκρίνονται στη φιλοσοφία του Χέγκελ και στις ανησυχίες τους για το εγώ και την κοινωνία. Αυτές οι ανησυχίες, που διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο και στις δύο παραδόσεις, αναφέρονται γενικά με τον όρο «αλλοτρίωση». Έτσι, παρά τα προβλήματα, η έννοια της αλλοτρίωσης παρέχει μια χρήσιμη εστίαση ώστε να διερευνηθούν μέσω αυτής αυτά τα χεγκελιανά θέματα στη σύγχρονη κοινωνική σκέψη. Αυτός είναι ο σκοπός του παρόντος άρθρου.

 

Μετά τον Χέγκελ

Κυρίως για τους λόγους που μόλις ανέφερα, μεγάλο μέρος της συζήτησης της αλλοτρίωσης είναι σκοτεινό και συγκεχυμένο. Μερικές φορές φαίνεται ότι δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες έχουν αναμιχθεί σε αυτή που έχουν ελάχιστη πραγματική σχέση μεταξύ τους. Στη μαρξιστική φιλολογία, η αλλοτρίωση συχνά θεωρείται ότι είναι μια έννοια που περιγράφει και επικρίνει τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες του καπιταλισμού. Στα υπαρξιστικά γραπτά, αντίθετα, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθούν σε ένα ψυχολογικό, ίσως ακόμη και πνευματικό, είδος δυσφορίας που είναι διάχυτη στη σύγχρονη κοινωνία, αλλά όχι ειδική σε αυτή. Μάλλον είναι ενδεικτική της ανθρώπινης κατάστασης ως τέτοιας.

Μερικοί συγγραφείς προσπαθούν να συγχωνεύσουν αυτές τις δυο ποικιλίες σκέψης (Pappenheim 1959· Schacht 1971), αλλά αυτό δεν είναι ικανοποιητικό. Είναι δελεαστικό απλά να γίνει διάκριση μεταξύ δύο εντελώς ξεχωριστών και διακριτών εννοιών της αλλοτρίωσης, μια μαρξιστική και μια υπαρξιστική· αλλά αυτό επίσης είναι προβληματικό. Ακόμα και μέσα σε αυτές τις δύο παραδόσεις, και οι δύο ποικιλίες είναι παρούσες.

Έτσι, θα ήταν λάθος να υποδειχθεί ότι ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο «αλλοτρίωση» αποκλειστικά για να περιγράψει μια κοινωνική ή οικονομική κατάσταση. Απεναντίας, όπως επιχειρηματολογεί ο Πλάμενατζ, δύο «είδη αλλοτρίωσης» μπορούν να διακριθούν στο έργο του Μαρξ, «κοινωνική» και «πνευματική» (Plamenatz 1975, 141 κ.ε.)1. Αντίστροφα, είναι εξίσου λάθος να θεωρούμε ότι οι φιλόσοφοι στην υπαρξιστική παράδοση ασχολούνται αποκλειστικά με ψυχολογικά ή πνευματικά θέματα. Μια κριτική των αλλοτριωμένων συνθηκών της σύγχρονης κοινωνίας αποτελεί ένα ευδιάκριτο χαρακτηριστικό πολλής από την υπαρξιστική σκέψη2. Κοντολογίς, και οι δύο όψεις αποτελούν μέρος και των δύο παραδόσεων. Για να καταλάβουμε πώς σχετίζονται και πώς διαφέρουν πρέπει να πάμε πίσω στον Χέγκελ.

 

Δυο αποκρίσεις

Η έννοια της αλλοτρίωσης είναι κεντρικής σημασίας στον απολογισμό της ανάπτυξης του Πνεύματος από τον Χέγκελ, και συνεπώς της διαδικασίας της ανθρώπινης αυτό-ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού πριν από αυτόν, ο Χέγκελ δεν αντιμετωπίζει την ατομική αυτό-συνείδηση ως ένα άμεσο, αμετάβλητο δεδομένο. Το εγώ είναι μια ιστορική και κοινωνική δημιουργία. Αναπτύσσεται μέσα από μια διαδικασία αλλοτρίωσης και το ξεπέρασμά της, την αυτό-αποξένωση και την αυτό-αναγνώριση, μια “πτώση” σε διχασμό και τη συμφιλίωση.

Η ιστορία συχνά λέγεται για το πώς, στα χρόνια αμέσως μετά το θάνατο του Χέγκελ, το χεγκελιανό κίνημα διασπάστηκε. Ένας αριθμός “δεξιών” ή “παλαιών” χεγκελιανών παρέμειναν πιστοί σε αυτό που είχε γίνει οι συντηρητικές απόψεις των ύστερων χρόνων του Χέγκελ. Μια μεγαλύτερη και μεγαλύτερης επιρροής ομάδα (που περιλάμβανε τους Μαρξ και Ένγκελς) απέρριψε τον χεγκελιανό απολογισμό της σύγχρονης κοινωνίας και ανέπτυξε μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση.

Γι’ αυτούς τους “αριστερούς” χεγκελιανούς, η αξίωση του Χέγκελ ότι ο λόγος είχε πραγματωθεί και η συμφιλίωση επιτευχθεί στη σύγχρονη κοινωνία ήταν αυθαίρετη και απαράδεκτη. Η διαίρεση και η δυσαρμονία ήταν πάρα πολύ εμφανείς στις μη ιδεώδεις συνθήκες της Ευρώπης εκείνη την εποχή, υποκείμενης τότε στις τραυματικές επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης. Η αλλοτρίωση σαφώς δεν είχε ξεπεραστεί. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριζαν οι αριστεροί χεγκελιανοί, η πραγμάτωση του λόγου και της κοινωνικής συμφιλίωσης παρέμεναν έγκυρες ως ιδανικά. Αυτό που ο Χέγκελ μεταχειριζόταν ως μια καθιερωμένη πραγματικότητα, θα έπρεπε να εκληφθεί μάλλον ως ένας σκοπός, που ακόμα έπρεπε να επιτευχθεί. Ο λόγος δεν είχε πραγματωθεί, αλλά θα έπρεπε να πραγματωθεί. Οι ιδέες αυτές παραλήφθηκαν από τον Μαρξ στο πρώιμο έργο του, από το οποίο έχει αναπτυχθεί μία από τις κύριες πτυχές της σύγχρονης σκέψης για την αλλοτρίωση3. Αυτή η ιστορία είναι αρκετά οικεία. Οι απολογισμοί των επιπτώσεων της φιλοσοφίας του Χέγκελ συχνά δεν πάνε πιο πέρα. Για την πλήρη κατανόηση της κληρονομιάς του Χέγκελ, ωστόσο, είναι σημαντικό να υιοθετήσουμε μια ευρύτερη άποψη4. Γιατί η φιλοσοφία του Χέγκελ, επίσης, προκάλεσε μια εντελώς διαφορετική κριτική απάντηση ενός είδους εκδηλωμένου πρώτα στο έργο του Κίρκεγκαρντ. Ο Κίρκεγκαρντ ήταν κατά πολύ σύγχρονος του Μαρξ και του Ένγκελς. Η φιλοσοφία του, επίσης, διαμορφώθηκε ως επακόλουθο του χεγκελιανισμού, αλλά η απόρριψη του Χέγκελ είναι πιο ριζική, δεν θεωρεί τον εαυτό του ως “χεγκελιανό” οποιουδήποτε είδους. Παρ’ όλα αυτά, η φιλοσοφία του διαμορφώνεται σε αντίδραση προς εκείνη του Χέγκελ και άμεσα κάτω από την επιρροή της. Είναι το πρώτο παράδειγμα ενός εντελώς διαφορετικού, “υπαρξιστικού”, τρόπου σκέψης σχετικά με θέματα του εγώ και της αλλοτρίωσης που κληροδότησε ο Χέγκελ.

 

Ο Χέγκελ για την αλλοτρίωση

Με τον όρο “αποξένωση” ο Χέγκελ αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία το «πεπερασμένο Πνεύμα», το ανθρώπινο εγώ, «αναδιπλασιάζει τον εαυτό του», εξωτερικεύεται και μετά αντιμετωπίζει τη δική του άλλη ύπαρξη ως κάτι ξεχωριστό, διακριτό και αντιπαρατιθέμενο σε αυτό.

Ο Χέγκελ απορρίπτει τον ατομικισμό του Διαφωτισμού, και την άποψή του ότι το εγώ έχει μια φύση που έχει προτεραιότητα απέναντι στην κοινωνία και που ευδοκιμεί καλύτερα όταν δεν περιορίζεται από αυτή. Το πνεύμα, για τον Χέγκελ, είναι κοινωνικό και ιστορικό. Αναπτύσσεται μέσα από μια διαδικασία αυτό-διαίρεσης, αυτό-αλλοτρίωσης και της υπέρβασής της. Αυτό συμβαίνει στο θεωρητικό όσο και στον πρακτικό τομέα. Το «πεπερασμένο» ανθρώπινο πνεύμα, σε αντίθεση με το άπειρο πνεύμα (τον Θεό), «οριοθετείται και περιορίζεται από το αντίθετό του, δηλαδή τη φύση. Ο περιορισμός αυτός... του ανθρώπινου πνεύματος στην ύπαρξή του... ξεπερνά, και ως εκ τούτου εξυψώνει τον εαυτό του στο άπειρο, συλλαμβάνοντας τη φύση στη σκέψη μέσα από τη θεωρητική δραστηριότητα, και μέσω της πρακτικής δραστηριότητας που επιφέρει μια αρμονία ανάμεσα στη φύση και την πνευματική Ιδέα, το λόγο και το καλό». (Hegel 1975, 454). Στην πρακτική ζωή, αυτό συμβαίνει μέσα από την εργασία στο φυσικό κόσμο και μέσω των σχέσεων με τους άλλους στην κοινωνία. Εδώ, ωστόσο, θα εστιάσω ιδιαίτερα στην κοινωνική πτυχή της αλλοτρίωσης5.

Σύμφωνα με τον Χέγκελ, το αυτό-συνείδητο Πνεύμα εξελίσσεται μέσα από μια σειρά διαφορετικών ιστορικών και κοινωνικών μορφών. Η υποκειμενικότητα, η ατομικότητα και η ελευθερία αναπτύσσονται μέσα από μια διαδικασία στην οποία το εγώ αλλοτριώνεται από τον εαυτό του και στη συνέχεια έρχεται να αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα στην αλλοτρίωσή του, έτσι ώστε, στο τέλος της διαδικασίας, το εγώ φτάνει τελικά σε οικειότητα με τον εαυτό του.

Σε αντίθεση με τον ατομικιστικό απολογισμό του Διαφωτισμού, οι κοινωνικές σχέσεις και οι θεσμοί δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη εμπόδια στην ατομική ανάπτυξη και ελευθερία. Αντίθετα, η ατομικότητα και η ελευθερία περιλαμβάνουν την άσκηση των δυνάμεων και των ικανοτήτων που μπορούν να αποκτηθούν μόνο μέσα από και μέσω της κοινότητας με τους άλλους. Η αλλοτρίωση μπορεί να ξεπεραστεί και η ατομικότητα να αναπτυχθεί και να πραγματωθεί μόνο μέσω της συμμετοχής σε ένα κοινωνικό κόσμο: από την εκπλήρωση, με τη φράση του Bradley, «της θέσης και των καθηκόντων μου» (Bradley 1927, κεφ. 5, βλ. Hegel 1991, § 149).

Επιπλέον, το εγώ είναι επίσης ιστορικό. Εξελίσσεται περνώντας μέσα από μια σειρά από ιστορικές μορφές. Ο Χέγκελ απεικονίζει την ανθρώπινη ιστορία ως μια προοδευτική ανάπτυξη, που ξεκινά από την άμεση ενότητα και αρμονία των πρώτων κοινοτήτων. Αυτή η αρχική φάση κορυφώνεται με την αρχαία ελληνική Πόλη. Με τη διάλυση της Πόλης, η ανθρωπότητα περνά στη συνέχεια μέσα από μια μακρά περίοδο διαίρεσης, κατακερματισμού και αποξένωσης. Αλλά τα αποτελέσματα αυτού του φαινομένου δεν είναι καθαρά αρνητικά. Γιατί μέσα από και μέσω αυτής της διαδικασίας, η ατομικότητα, η υποκειμενικότητα και η ελευθερία μεγαλώνουν και αναπτύσσονται. Τελικά, στο σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος, όπως αναδύεται από τη Γαλλική Επανάσταση, τα ελεύθερα και αυτό-συνείδητα άτομα επιτέλους συμφιλιώνονται με το φυσικό και κοινωνικό κόσμο (Hegel 1956). Έτσι, για τον Χέγκελ, οι δύο όψεις της αποξένωσης, κοινωνική και πνευματική, συνδέονται στενά.

Ο ίδιος ο Χέγκελ γνώριζε καλά τη συνεχιζόμενη ύπαρξη των κοινωνικών προβλημάτων και διαιρέσεων στη σύγχρονη φιλελεύθερη (δηλαδή, καπιταλιστική) κοινωνία. Τα περιγράφει με εξαιρετικά σαφείς και ασυμβίβαστους όρους (Sayers 2003). Παρ’ όλα αυτά, τα βλέπει μόνο ως “ανωμαλίες”, που δεν αντικρούουν τελικά την εξιδανικευμένη του εικόνα για το σήμερα. Σε πολλούς μετέπειτα στοχαστές, ωστόσο, έχει φανεί παράλογο να υποστηριχθεί ότι η αλλοτρίωση έχει ξεπεραστεί και ο λόγος πραγματώθηκε στο σύγχρονο κόσμο. Τόσο ο μαρξισμός όσο και ο υπαρξισμός υιοθετούν αυτή την άποψη. Συμφωνούν στην απόρριψη της εικόνας του Χέγκελ για τη σύγχρονη κοινωνία από αυτή την άποψη, αλλά το πράττουν με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Οι σύγχρονες θεωρίες της αλλοτρίωσης ξεπηδούν από αυτές τις διαφορετικές αποκρίσεις.

 

Σημειώσεις

1. Πβλε Elster 1985, Wood 1981. Κανένας από αυτούς τους συγγραφείς δεν κάνει πολλά για να εξηγήσει τη σύνδεση και τη σχέση αυτών των διαφορετικών ειδών αλλοτρίωσης.

2. Βλέπε, π.χ., Kierkegaard 1962 για τη «σημερινή εποχή», τις περιγραφές της «μέσης καθημερινότητας» από τον Χάιντεγκερ στο Heidegger 1962· στο Nietzsche 1994, για την «ηθική της αγέλης», κλπ.

3. Marx 1975b. Βλέπε επίσης το διαφωτιστικό αναδρομικό απολογισμό στο Engels 1958a.

4. Αυτό το σημείο τονίζεται στα Marcuse 1955 και Löwith 1967.

5. Βλέπε Sayers 2003 για έναν απολογισμό της αλλοτρίωσης στην εργασία.

 

*Ο Σον Σέγιερς είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ.

 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση