Τιμ Τζουλιάδης, Οι Εγκαταλειμμένοι

Τιμ Τζουλιάδης, Οι Εγκαταλειμμένοι, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Δεκέμβριος 2010

του Χρήστου Κεφαλή

Ένα ενδιαφέρον βιβλίο κυκλοφόρησε στα τέλη του 2010 από τις εκδόσεις Πατάκη. Οι Εγκαταλειμμένοι του Τιμ Τζουλιάδη αφηγούνται μια άγνωστη πτυχή της σταλινικής περιόδου, την ιστορία μερικών χιλιάδων αμερικανών εργατών που, κατά την περίοδο της μεγάλης ύφεσης μετανάστευσαν από τις ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Ο συγγραφέας παρακολουθεί, μέσα από αρχεία, απομνημονεύματα, εφημερίδες της εποχής, κ.ά., την πορεία αυτών των ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους έπεσαν θύματα της τρομοκρατίας του Στάλιν. Ξεκινώντας στη δεκαετία του ’20 για να εργαστούν κυρίως σε αμερικάνικα εργοστάσια που χτίζονταν στην ΕΣΣΔ, με κίνητρο την υπόσχεση για μια ανθρώπινη ζωή και τη συμπάθειά τους στον κομμουνισμό, εξαφανίστηκαν είτε στις μαζικές εκτελέσεις κατά την τρομοκρατία του 1936-39, είτε στα στρατόπεδα του αρκτικού κύκλου, όπως η Κολύμα.


Όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να προβεί σε γενικές ιστορικές κρίσεις, να φωτίσει τα αίτια των γεγονότων και το ρόλο των προσωπικοτήτων, συχνά αποτυχαίνει. Επαναλαμβάνει, για παράδειγμα, τις κοινότυπες απόψεις που συνδέουν τις σταλινικές θηριωδίες με την Οκτωβριανή Επανάσταση και τον Λένιν. Η απόδειξη που προσφέρει μοιάζει πολύ πειστική. Παρατίθεται μια οδηγία του Λένιν για την υποδειγματική τιμωρία των στασιαστών κουλάκων στη διάρκεια του εμφυλίου τον Αύγουστο του 1918, καθώς και 1-2 διακηρύξεις του για την αναγκαιότητα της επαναστατικής τρομοκρατίας. Το συμπέρασμα φαίνεται να προκύπτει σχεδόν αυτονόητα:
«Προκαλεί λοιπόν έκπληξη να έκανε ο Λένιν, ο οποίος ξεκίνησε τη διαδικασία, τόπο στον Στάλιν, ο οποίος επιτάχυνε τις εξαφανίσεις των εκατομμυρίων;… Άρα οι συνέπειες του σταλινισμού δεν ήταν ούτε ατύχημα ούτε μια “σοσιαλιστική παρέκκλιση”, όπως επεδίωκε ο Χρουστσόφ να τις απεικονίσει. Ο μεγάλος τρόμος ήταν μια ιστορική συνέχεια εντός ενός πολιτικού συστήματος το οποίο δόξαζε την “ασπλαχνία των μπολσεβίκων” και αμαύρωνε την αξία της ανθρώπινης ζωής» (σελ. 432).


Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι ότι μια τέτοια προσέγγιση εξισώνει ανόμοια φαινόμενα και αγνοεί τις διαφορές ανάμεσα στις ιστορικές συνθήκες και περιόδους. Ο Λένιν μπορεί να ήταν υπέρ της κόκκινης τρομοκρατίας, αλλά το έκανε στο όνομα κάποιων πραγματικών ιστορικών σκοπών, όπως η έξοδος της Ρωσίας από το μακελειό του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ο οποίος είχε στοιχίσει προηγούμενα εκατομμύρια ζωές, και στη διάρκεια ενός εμφυλίου ο οποίος επιβλήθηκε από τις μεγάλες δυνάμεις με την ανοικτή στρατιωτική τους επέμβαση. Όταν όμως, μετά το τέλος του εμφυλίου συνέβηκε να εξωθηθεί ένας μηχανικός του υδραγωγείου της Μόσχας στην αυτοκτονία, από ωμές πιέσεις και αυθαιρεσίες κομματικών λειτουργών, ο Λένιν απαίτησε να προσαχθούν σε δίκη και να τιμωρηθούν υποδειγματικά όλοι οι υπεύθυνοι1. Ο Στάλιν αντίθετα προσέφυγε στην ωμή, άσκοπη βία σε συνθήκες που δεν υπήρχε καμιά ιστορική δικαιολογία, απλά και μόνο για το συμφέρον της εδραίωσής του στην εξουσία.


Ακολουθώντας αυτή την υπεριστορική μεθοδολογία, θα μπορούσε να παραθέσει κανείς αποσπάσματα από τον Ηρόδοτο και τον Περικλή, που επαινούσαν τη βία των Αθηναίων ενάντια στους Πέρσες στο Μαραθώνα, και να συμπεράνει ότι αυτοί ήταν υπεύθυνοι και για την κτηνωδία των τριάκοντα τυράννων, αφού πρώτοι επαίνεσαν τη βία. Πραγματικά, δεν θα ήταν δύσκολο έτσι κάθε αποτρόπαιο έργο που έγινε από τους δυνάστες όλων των εποχών να φορτωθεί στους “προκατόχους” τους, που τους “άνοιξαν το δρόμο”.


Ωστόσο, θα ήταν άδικο να επιμείνει κανείς πολύ σε αυτά τα απλοϊκά στοιχεία στην οπτική του συγγραφέα. Γιατί ο κύριος σκοπός του δεν είναι να αναλύσει τα πολιτικά ρεύματα του 20ού αιώνα, αλλά να πει την περιορισμένη ιστορία που έκανε αντικείμενο της έρευνάς του. Και αυτήν τη ζοφερή ιστορία την αφηγείται ευσυνείδητα, έστω και αν δεν κατανοεί πάντα το νόημα των περιστατικών που παραθέτει και σχολιάζει.


Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πτυχή του βιβλίου είναι τα στοιχεία για την αδιαφορία των αμερικάνικων αρχών για την τύχη των συμπατριωτών τους, ιδιαίτερα του τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ, του Τζόζεφ Ντέιβις. Ο Ντέιβις, που έφτασε στην ΕΣΣΔ λίγες μέρες πριν την έναρξη της Δίκης των Πιατακόφ, Ράντεκ, κ.ά., παρακολούθησε όλες τις μέρες της Δίκης και έσπευσε να διακηρύξει ότι η διαδικασία είχε αποδείξει πειστικά την ενοχή των κατηγορουμένων. Το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι η μαρτυρία του Ντέιβις προβλήθηκε εκτενώς στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ ως έξωθεν καλή μαρτυρία για την υπεράσπιση των σταλινικών δικών.


Η εικόνα του Ντέιβις που δίνει ο Τζουλιάδης του αφαιρεί κάθε αξιοπιστία, παρουσιάζοντάς τον με στοιχεία ως ένα τυπικό καριερίστα, αδιάφορο εντελώς για τον ανθρώπινο πόνο γύρω του, όχι μόνο των ρώσων, αλλά και των αμερικανών πολιτών που διώκονταν αυθαίρετα από τον σταλινισμό. Ο Ντέιβις δεν καταδεχόταν καν να ασχοληθεί με τις περιπτώσεις των συμπατριωτών του και στις λίγες φορές που δεχόταν κάποιους από αυτούς που κινδύνευαν περιοριζόταν να εκφράζει την αδυναμία του να κάνει οτιδήποτε (σελ. 152, 175-76, κ.λπ.).


Πολλά χρόνια μετά η ίδια η γυναίκα του Ντέιβις, θα αποκάλυπτε την ηθική αδιαφορία του: «Χρόνια μόνο αργότερα, μετά το διαζύγιό τους, αποκάλυψε η Μάρτζορι Μεριγουέδερ Ποστ πως είχε ακούσει τα φορτηγά της Νικαβεντέ να σταματούν έξω από τις πολυκατοικίες που περιστοίχιζαν τους κήπους του Οίκου Σπάσο. Μέσα στη νύχτα είχε μείνει ξύπνια ακούγοντας τις κραυγές οικογενειών και παιδιών καθώς απομάκρυναν τα θύματα. Αυτό συνεχιζόταν κάθε βράδυ». Όταν κάποιο βράδυ «…ο ήχος των πυροβολισμών… διέκοψε τον ύπνο της, στράφηκε στον Τζόζεφ Ντέιβις και του είπε: “Γνωρίζω πολύ καλά πως εκτελούν πολλούς ανθρώπους”. Και ο αμερικανός πρέσβης απάντησε κατευναστικά: “Μπα, όχι, νομίζω πως είναι φουρνέλο στο νέο τμήμα του σιδηροδρόμου”» (σελ. 153).


Παρακολουθούμε ακόμη πώς κύρια ασχολία του Ντέιβις ήταν ο νεοπλουτισμός και περιφερόταν στα ρωσικά καταστήματα με τη γυναίκα του για να αγοράζουν σε τιμή ευκαιρίας πολύτιμα αντικείμενα, αρπαγμένα από ανθρώπους που λόγω διώξεων είχαν στερηθεί τη δουλειά τους και αναγκάζονταν να τα πουλούν όσο-όσο για να μην πεθάνουν της πείνας:
«Η επιθυμία… του Τζόζεφ και της Μάρτζορι για τέτοιους θησαυρούς ποτέ δεν κάμφθηκε. Το εντονότατο ενδιαφέρον τους αφορούσε συνήθως την περιουσία της πρώην ρωσικής αυτοκρατορίας που πωλούνταν με έκπτωση… Ακριβή στοιχεία δεν υπήρχαν, είναι σαφές όμως πως ένα σημαντικό τμήμα από την περιουσία της Μάρτζορι Ντέιβις επιστρατευόταν για να χρηματοδοτήσει την αγοραστική μανία του ζεύγους. Τότε ήταν που ο γερμανός διπλωμάτης Χανς φον Χέρβαρντ αναρωτήθηκε αν οι Αμερικανοί “δεν αγόραζαν απλώς μεμονωμένα αντικείμενα αλλά ολόκληρα μουσεία” και αργότερα θα αποδεικνυόταν πως είχε δίκιο» (σελ. 151).


Και ο συγγραφέας το αντιπαραθέτει αυτό στη στάση άλλων αμερικανών διπλωματών που ντρέπονταν να εκμεταλλεύονται τη δυστυχία των άλλων:
«Άλλοι διπλωμάτες συμπεριφέρονταν με μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση… Σε μια επίσκεψή της, η Αϊρίνα Ουάιλι είχε συναντήσει έναν ηλικιωμένο διακεκριμένο Ρώσο με κουρελιασμένα ρούχα. Τα πόδια του ήταν τυλιγμένα σε εφημερίδες και πουλούσε ένα ασημένιο ποτήρι, προφανώς οικογενειακό κειμήλιο. Στον πάγκο του καταστήματος η τιμή του πρότειναν ήταν τόσο χαμηλή ώστε, παρά την εμφανή του ένδεια, αρνήθηκε να το αφήσει». Η αμερικανίδα το αγόρασε σε πιο υψηλή τιμή, όταν όμως διαπίστωσε ότι επρόκειτο για ένα αντικείμενο αξίας του 18ου αιώνα, κατάλαβε ότι γινόταν συνένοχη στην ανθρώπινη δυστυχία. «Αμέσως τη θέση της συγκίνησης για την αναζήτηση ευκαιριών πήρε η ενοχή και αυτή, αν μη τι άλλο, δεν ξαναπήγε εκεί» (σελ. 151).


Η αφέλεια του Ντέιβις στην αναγνώρισή του της “αξιοπιστίας των ομολογιών” στις Δίκες αποκαλύπτεται μέσα από την αντιπαράθεση με τις γνώμες άλλων αξιωματούχων της αμερικάνικης πρεσβείας. Ενδεικτικά, ο Τσάρλι Θάγερ, διπλωματικός βοηθός του Ντέιβις, θα σημείωνε στο ημερολόγιό του στις 2 Μάρτη του 1938: «Μόλις αυτή τη στιγμή άκουσα από το ραδιόφωνο την απαγγελία της κατηγορίας στη δίκη του Μπουχάριν. Ούτε που θα φανταζόμουν ποτέ πιο απίστευτη τεκμηρίωση απ’ αυτήν. Συγκριτικά, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ ακούγονται σαν επιστημονική ανακάλυψη του Ευκλείδη… Ο Ρώσος μπορεί να είναι αφελής, αυτό όμως ούτε σκύλος δεν θα το πίστευε» (σελ. 175). Ανάλογες ήταν οι αναφορές του Τζορτζ Κέναν και άλλων (σελ. 147, κ.λπ.). Ακόμη και οι γερμανοί διπλωμάτες έμειναν παράμερα στην περίοδο των δικών και ο Τζουλιάδης σημειώνει εύστοχα ότι με τις δηλώσεις του και την νομιμοποίηση που πρόσφερε στις δίκες η παρουσία του, ο Ντέιβις «είχε καταφέρει να παραχωρήσει το ηθικό προβάδισμα στους διπλωματικούς εκπροσώπους της ναζιστικής Γερμανίας» (σελ. 144).


«Ο Πρέσβης», διαβάζουμε παραπέρα, «διψώντας για δημοσιότητα, φλέρταρε με τις εφημερίδες συνεχώς» (σελ. 144). Οι δραστηριότητές του ζεύγους Ντέιβις δεν απέφεραν μόνο ένα εξώφυλλο στο Time, γεμάτο αυτάρεσκα υπονοούμενα για την πολυτελή διαβίωσή τους, αλλά και την απεριόριστη προβολή του πρεσβευτή στην ίδια την ΕΣΣΔ από το σταλινικό καθεστώς, ως ενός αφοσιωμένου φίλου της Σοβιετικής Ένωσης. Το βιβλίο του Αποστολή στη Μόσχα κυκλοφόρησε πλατιά στην ΕΣΣΔ, ενώ τιμήθηκε και με το βραβείο Λένιν (σελ. 152, 289, κ.λπ.).


Το ίδιο το βιβλίο του Ντέιβις επιβεβαιώνει πλήρως την παραπάνω εικόνα. Αυτό που ενθουσίαζε τον Ντέιβις και που εκθειάζει στο σταλινικό καθεστώς ήταν η αναβίωση του εθνικισμού και του αστικού ωφελιμισμού, που διέκριναν και τον ίδιο. «Στην κυβέρνηση την ίδια μετατοπίζονται προς τον εθνικισμό, εκθειάζοντας την πατρίδα, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο τους. Η παγκόσμια επανάσταση είναι δευτερεύουσα. Οι ίδιες παλιές διαδικασίες που εμφανίστηκαν στη Γαλλική Επανάσταση αρχίζουν να εκδηλώνονται εδώ εκτός του ότι ο ρυθμός είναι βραδύτερος»2 (Τζ. Ντέιβις, Mission to Moscow, Νέα Υόρκη 1944, σελ. 68-69). Από δω και ο ενθουσιασμός του για την εκκαθάριση των παλιών επαναστατών, που θα μπορούσε να σημάνει και την διάλυση της Κομιντέρν (σελ. 69), και για το ότι “η ανθρώπινη φύση” (δηλαδή, οι καπιταλιστικές αρχές) επιβεβαιώνονταν από την πολυτελή ζωή των γραφειοκρατών και την ανάπτυξη της φιλοχρηματίας ανάμεσα στους εργάτες (σελ. 68).


Ο Τζουλιάδης, ωστόσο, χάνει ένα κρίσιμο στοιχείο της προσωπικότητας του Ντέιβις, όταν τον παρουσιάζει μόνο σαν αφελή. Στην πραγματικότητα, ο Ντέιβις ανήκε σε εκείνο το είδος των βολεμένων αστών που θεωρούσαν αξιωματικά την Οκτωβριανή Επανάσταση ως ανωμαλία της ιστορίας, ένα έργο πρακτόρων, κ.λπ., και για τους οποίους το αστικό τους εγώ αποτελεί την αιώνια, ακλόνητη αφετηρία. Γι’ αυτόν τον τύπο ανθρώπων, η εκκαθάριση των παλιών Μπολσεβίκων με τις κατηγορίες που τους είχε απευθύνει ο Κερένσκι και που θα τους απεύθυναν και εκείνοι στη θέση του, αποτελούσε ένα είδος αυτοδικαίωσης. Η αφέλεια είχε τη θέση της, μόνο στο βαθμό που συνεισέφερε στο να βάζει στο απυρόβλητο τον επαρμένο τους μεγαλοαστισμό.


Σε αρκετά μέρη του Οι Εγκαταλειμμένοι θα βρούμε ζωντανές εξιστορήσεις, ενδιαφέρουσες και συχνά ανατριχιαστικές, από τις εμπειρίες των ανθρώπων, από την εναγώνια όσο και μάταιη αναζήτηση μιας αχτίδας φωτός πριν συλληφθούν ως τα μαρτύριά τους στα Γκούλαγκ. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι αφηγήσεις για την Κολύμα, ένα από τα σκληρότερο στρατόπεδα εξόρυξης χρυσού στον αρκτικό κύκλο όπου κατέληξαν και χάθηκαν οι περισσότεροι Αμερικανοί. Οι άθλιες συνθήκες ζωής, οι κακουχίες, ο μέχρι θανάτου υποσιτισμός, έχουν περιγραφεί και από άλλους επιζώντες, οι οποίοι ωστόσο, διαχωρίζουν ισχυρά την σοβιετική πολιτική εποικισμού τέτοιων περιοχών, από άποψη συνθηκών, όρων που προσφέρονταν, κ.λπ., ως τις αρχές της δεκαετίας του ’30 από την περίοδο μετά τις εκκαθαρίσεις και την πλήρη επικράτηση του Στάλιν3. Η εικόνα της ανθρώπινης αδυναμίας, όταν βρίσκεται κανείς ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη ξεπροβάλλει έντονα από όλες αυτές τις αφηγήσεις, εδώ όμως γίνεται εμφανές ότι αν η Σκύλλα στη δοσμένη περίπτωση ήταν το σταλινικό καθεστώς, ο αμερικανισμός δεν είχε άλλο ρόλο από εκείνο της Χάρυβδης.


Η έρευνα του Τζουλιάδη στηρίζεται σε ένα μεγάλο όγκο πηγών, τις οποίες γενικά μεταχειρίζεται ευσυνείδητα. Βέβαια, μια σημαντική αδυναμία του βιβλίου του είναι η υιοθέτηση εκτιμήσεων σχετικά με τα θύματα του σταλινισμού που υποστηρίζονταν από την παλιά αντισοβιετική φιλολογία τύπου Κόνκουεστ, κ.λπ. Ο συγγραφέας παραθέτει αμφίβολες προσωπικές μαρτυρίες για να στηρίξει την άποψη ότι ο συνολικός πληθυσμός των γκούλαγκ ήταν ως και 30 εκατομμύρια, ενώ οι συλλήψεις έφτασαν τα 20 εκατομμύρια και οι θάνατοι τα 8 εκατομμύρια (σελ. 433). Με το άνοιγμα των σοβιετικών αρχείων τα τελευταία χρόνια ήρθαν στο φως έγκυρα στοιχεία που σε καμιά περίπτωση δεν στηρίζουν τέτοιες εκτιμήσεις, απεναντίας κάνουν λόγο για περίπου 700.000 άμεσα θύματα της τρομοκρατίας και μερικά εκατομμύρια εκτοπισμένους στα γκούλαγκ4. Ενώ αυτό διόλου δεν δικαιολογεί το αποτρόπαιο φαινόμενο, η ακριβής παρουσίαση της έκτασής του δεν παύει να αποτελεί καθήκον της ιστορικής έρευνας. Η απεικόνιση μιας τόσο κατάμαυρης πραγματικότητας μπορεί να είναι πρόσφορη για ιδεολογικούς σκοπούς, όπως η συκοφάντηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, δεν εξηγεί όμως πώς ένα τέτοιο καθεστώς καθολικής βαναυσότητας δεν κατέρρευσε, αν όχι μόνο του, τουλάχιστον μετά τη ναζιστική εισβολή.


Ο Τζουλιάδης είναι ένας ανθρωπιστής στις προθέσεις του και τη γενική του θεώρηση, όπως το μαρτυρά και η αναφορά του στον Καντ στο καταληκτικό μέρος του έργου (σελ. 436). Ωστόσο, η ίδια επιχειρηματολογία του φανερώνει την ανεπάρκεια του αφηρημένου ανθρωπισμού όταν πρόκειται να κριθούν τα γεγονότα του πολυτάραχου 20ού αιώνα. Ο ίδιος επεκτείνεται επίσης σε σύγχρονα γεγονότα. Αναφέρεται, π.χ., στα αυταρχικά γνωρίσματα του καθεστώτος του Πούτιν, αλλά αποτυχαίνει και εδώ να φτάσει σε μια σωστή κατανόηση, εντοπίζοντας τις ρίζες τους στις «συνέπειες της επανάστασης του 1917» (σελ. 425).


Η γενική αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας το Οι Εγκαταλειμμένοι αφορά το μεταβατικό χαρακτήρα της τωρινής περιόδου, όταν κάθε λογής σύγχυση είναι δυνατή. Είναι μια εποχή όπου εκείνοι που μιλούν στο όνομα του κομμουνισμού μπορεί να επικαλούνται τον αμερικανό πρέσβη Ντέιβις για να δικαιώσουν τις σταλινικές εκκαθαρίσεις ως το απόγειο της επανάστασης, ενώ άνθρωποι που καταδικάζουν τον κομμουνισμό, όπως ο Τζουλιάδης, μπορεί να λένε την αλήθεια για τον Ντέιβις και να φωτίζουν ιστορικά γεγονότα. Βιβλία όπως αυτό, ωστόσο, βοηθούν αντικειμενικά στο ξεκαθάρισμα της σύγχυσης, έστω και όχι εντελώς συνειδητά.

Σημειώσεις
1. Για την υπόθεση του μηχανικού Ολντενμπόργκερ, βλ. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 44, σελ.

2. Τζ. Ντέιβις, Mission to Moscow, Νέα Υόρκη 1944, σελ. 68-69.

3. Βλ., π.χ., Στάνισλαβ Κοβάλσκι, “Kolyma, The land of Gold and death”, http://www.aerobiologicalengineering.com/wxk116/sjk/kolyma.html.

4. Βλ. π.χ., τα παρατιθέμενα στοιχεία στο Ο. Πασχαλινά, «Η σταλινική αναθεώρηση της ιστορίας της ρωσικής επανάστασης», στη συλλογή, Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδόσεις Τόπος, σελ. 524. Σύμφωνα με αυτά, στα 1936-38 έγιναν στην ΕΣΣΔ 1,7 εκατομμύρια συλλήψεις, από τις οποίες 681.692 κατέληξαν σε θανατικές καταδίκες, ενώ ο μέγιστος αριθμός φυλακισμένων και εξόριστων έφτασε τα 5,4 εκατομμύρια το 1950.

 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση