Sean Sayers,Ο Καρλ Μαρξ και η διδασκαλία του

Ο Μαρξ γεννήθηκε το 1818 από Εβραίους γονείς στο Τρίερ, τότε μια επαρχία της Ρηνανίας στην Πρωσία. Ο πατέρας του ήταν ένας επιτυχημένος φιλελεύθερος δικηγόρος που είχε βαπτιστεί όταν η δουλειά του απειλήθηκε από τους αντισημιτικούς νόμους. Ο Μαρξ μελέτησε φιλοσοφία, ιστορία και νομικά στα πανεπιστήμια της Βόννης και του Βερολίνου και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο της Ιένας. Απογοητευμένος στις ελπίδες  του για μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία, εξαιτίας του ριζοσπαστισμού του, στράφηκε στη δημοσιογραφία. Διετέλεσε για λίγο εκδότης της «Εφημερίδας του Ρήνου» ώσπου κλείστηκε από την πρωσική λογοκρισία. Το 1843 μετακινήθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκινά η μακρά φιλία και συνεργασία του με τον Φρειδερίκο Ένγκελς. Στο Παρίσι ίδρυσε ένα άλλο ριζοσπαστικό περιοδικό με τον Άρνολντ Ρούγκε, αλλά αυτό επίσης σύντομα κλείστηκε και, το 1845, ο Μαρξ εκδιώχθηκε από τη Γαλλία και μετακινήθηκε στις Βρυξέλες. Το 1847 οι Μαρξ και Ένγκελς βοήθησαν στην ίδρυση της Ένωσης των Κομμουνιστών, για την οποία έγραψαν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (1848). Το 1848, μια χρονιά επαναστατικής αναταραχής σε όλη την Ευρώπη, ο Μαρξ βρισκόταν στην Κολωνία, όπου πάλι εξέδιδε μια ριζοσπαστική εφημερίδα. Μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1848, η εφημερίδα κλείστηκε και ο Μαρξ εκδιώχθηκε από τη Γερμανία. Τελικά έφτασε στο Λονδίνο, όπου εγκαταστάθηκε εξόριστος για όλη τη ζωή του.
Στο Λονδίνο έζησε με την οικογένειά του στα όρια της φτώχειας ασκώντας περιστασιακά δημοσιογραφία και στηριζόμενος στην οικονομική βοήθεια του Ένγκελς (που είχε γίνει συνέταιρος στην οικογενειακή φίρμα στο Μάντσεστερ). Χρησιμοποιώντας τις πηγές της βιβλιοθήκης του Βρετανικού Μουσείου, αφοσιώθηκε στην παραγωγή μιας συστηματικής θεωρίας του καπιταλισμού, την οποία ενσαρκώνουν οι τόμοι του κύριου έργου του, του «Κεφαλαίου». Ο πρώτος τόμος δημοσιεύθηκε το 1867, ενώ οι υπόλοιποι δύο συγκεντρώθηκαν από τον Ένγκελς από σημειώσεις μετά το θάνατο του Μαρξ. Χειρόγραφες σημειώσεις για ένα τέταρτο τόμο εκδόθηκαν αργότερα από τον Κάουτσκι ως «Θεωρίες για την Υπεραξία». Αν και ο Μαρξ αφιέρωσε πολλή από τη ζωή του στη φιλολογική εργασία, ήταν Γραμματέας της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών (η «Πρώτη Διεθνής»), στην οποία έπαιζε ηγετικό ρόλο ως το θάνατό του στα 1883.
Η αρχική διαμόρφωση του Μαρξ πέρασε από τη ριζοσπαστική σχολή κοινωνικής κριτικής των «Νέων Χεγκελιανών» που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά το θάνατο του Χέγκελ στα 1832, συνεισφέροντας στη ζύμωση των ιδεών που οδήγησαν στις επαναστάσεις του 1848. Επηρεασμένος αρχικά από τον Φόιερμπαχ, αφιέρωσε τα πρώτα γραπτά του σε μια κριτική της πολιτικής φιλοσοφίας του Χέγκελ από μια αριστερή χεγκελιανή, ριζοσπαστική ανθρωπιστική θεώρηση. Ωστόσο, σύντομα αντιλήφθηκε ότι οι νομικές σχέσεις και οι κρατικές μορφές έχουν τις ρίζες τους στις υλικές και οικονομικές σχέσεις. Ο Ένγκελς έφτανε σε παρόμοια συμπεράσματα ως αποτέλεσμα των εμπειριών του στο Μάντσεστερ («Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία», 1844), και οι δυο τους συνεργάστηκαν σε έναν αριθμό έργων όπου επιτέθηκαν στους νέους χεγκελιανούς συγχρόνους τους (Φόιερμπαχ, Στίρνερ, Ρούγκε, Μπρούνο Μπάουερ) για τον ιδεαλισμό τους («Η Αγία Οικογένεια», 1844, «Η Γερμανική Ιδεολογία», 1845). Από εκεί εμφανίστηκε η «υλιστική θεωρία της ιστορίας», η θεωρία που, όπως λέει ο Μαρξ, χρησίμευσε ως το «καθοδηγητικό νήμα» για τις μελέτες του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Μερικοί συγγραφείς, όπως ο Αλτουσέρ, επιμένουν σε μια οξεία διάκριση ανάμεσα στο «πρώιμο φιλοσοφικό έργο του Μαρξ» (ως το 1845) και το μεταγενέστερο έργο του. Αν και η σκέψη του Μαρξ αναπτύσσεται και αλλάζει με την αυξανόμενη εστίαση στην οικονομία, οι περισσότεροι σχολιαστές συμφωνούν ότι δεν υπάρχει ριζική ασυνέχεια στη σκέψη του.
Η υλιστική θεωρία της ιστορίας ξεκινά από την πρόταση ότι τα ανθρώπινα όντα είναι προϊόντα της ανάγκης, και συνεπώς η υλική πλευρά της ανθρώπινης ζωής, οι φυσικές ανάγκες και η οικονομική δράση για την ικανοποίησή τους, είναι πρωταρχική και βασική. Αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές ως το βαθμό της κοινοτυπίας, αλλά δεν είναι. Γιατί η ιστορία και η κοινωνική φιλοσοφία πριν από τον Μαρξ εστίαζε στις πράξεις των κρατών και των κυβερνητών, μη αποδίδοντας πρακτικά σημασία στις οικονομικές αναπτύξεις. Σύμφωνα με τον Μαρξ, κάθε κοινωνία αποτελείται από ορισμένες «παραγωγικές δυνάμεις» (εργαλεία, μηχανές και την εργασία που τα κινεί) με τις οποίες συνδέονται καθορισμένες κοινωνικές «σχέσεις παραγωγής (σχέσεις ιδιοκτησίας, καταμερισμός εργασίας). Αυτές συναποτελούν την υλική «βάση» της κοινωνίας, πάνω στην οποία υψώνεται ένα «εποικοδόμημα» πολιτικών και νομικών θεσμών, και ιδεολογικών μορφών (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία). «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει την ύπαρξή τους, αλλά απεναντίας, η κοινωνική ύπαρξή τους καθορίζει τη συνείδησή τους» («Συμβολή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», Μόσχα 1978, σελ.21).
Σε κάθε ιστορική περίοδο οι σχέσεις παραγωγής παρέχουν το κοινωνικό πλαίσιο για την οικονομική ανάπτυξη, Οι αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις δίνουν γένεση σε αυξανόμενες συγκρούσεις με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής και αυτές οι συγκρούσεις αντανακλώνται ως ταξικοί αγώνες. «Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης» (στο ίδιο, σελ.21). Ο Μαρξ χωρίζει την ιστορία σε έναν αριθμό διαφορετικών εποχών ή τρόπων παραγωγής: δουλοκτητική κοινωνία, φεουδαρχία, καπιταλισμός.
Η οικονομική ανάπτυξη δεν δημιουργεί μόνο μια πληθώρα νέων αγαθών, αλλά επίσης νέες μορφές κοινωνικών σχέσεων και νέες κοινωνικές ομάδες και τάξεις. «Ο χειροκίνητος μύλος δίνει το φεουδάρχη, ο ατμοκίνητος τον καπιταλιστή» («Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας», Λονδίνο 1955, σελ.202). Το προλεταριάτο (η βιομηχανική εργατική τάξη) είναι επίσης ένα προϊόν του καπιταλισμού. Οι Μαρξ και Ένγκελς ανιχνεύουν την ανάπτυξή του στο λαμπρό εισαγωγικό κεφάλαιο στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Δείχνουν πώς η διαδικασία της εκβιομηχάνισης συγκεντρώνει τους εργαζόμενους ανθρώπους στα εργοστάσια και τις πόλεις, και πώς σαν αποτέλεσμα, η εργατική τάξη αναπτύσσεται από μια ανοργάνωτη και ασυνείδητη μάζα (μια τάξη καθεαυτή) μέσω του αγώνα της με την αστική τάξη σε μια οργανωμένη και συνειδητή κοινωνική δύναμη (μια τάξη δι’ εαυτή), μια δύναμη που προορίζεται τελικά να είναι ο νεκροθάφτης του καπιταλισμού και ο ιδρυτής ενός νέου τρόπου παραγωγής.
Για τον Μαρξ, η κοινωνία δεν είναι απλά μια συλλογή από χωριστά, ανταγωνιζόμενα άτομα, αν και αυτή είναι η εμφάνιση που δίνει η καπιταλιστική κοινωνία. Όλες οι ιστορικές κοινωνίες χωρίζονται σε ανταγωνιζόμενες τάξεις, που ορίζονται δομικά και οικονομικά με όρους της σχέσης τους με τα μέσα παραγωγής. Έτσι, ο Μαρξ αντιλαμβάνεται την αστική τάξη ως ιδιοκτήτες και το προλεταριάτο ως μη-ιδιοκτήτες μέσω παραγωγής. Ο Μαρξ πίστευε ότι η καπιταλιστική κοινωνία πολωνόταν βαθμιαία σε «σε δυο μεγάλα αντιπαρατιθέμενα στρατόπεδα» αστών και προλεταρίων. Η πραγματική ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν το επιβεβαίωσε αυτό άμεσα, τουλάχιστον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, αν και οπωσδήποτε μια τέτοια πόλωση αναπτύχθηκε σε διεθνή κλίμακα. Ο χαρακτήρας των κοινωνικών τάξεων στη βιομηχανική κοινωνία άλλαξε σημαντικά αφότου ο Μαρξ έγραφε στα μέσα του 19ου αιώνα και υπήρξαν πολλές διαμάχες για το αν μπορεί ακόμη να κατανοηθούν με μαρξιστικούς όρους. Παρ’ όλα αυτά, η κατανόηση της κοινωνίας με όρους κοινωνικών τάξεων είναι τώρα ένα αναντικατάστατο στοιχείο της σύγχρονης κοινωνικής σκέψης.
Κατά τον Μαρξ, όλες οι ιστορικές κοινωνίες χωρίζονται σε ανταγωνιστικές τάξεις. Το κράτος δεν αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα «του λαού» ή μια κοινή «γενική βούληση» (Ρουσσώ). Ούτε είναι μια δύναμη που στέκει πάνω ή πέρα από τη σύγκρουση των ταξικών συμφερόντων, όπως υποστηρίζουν φιλελεύθεροι φιλόσοφοι σαν τον Χομπς και τον Λοκ. Για τον Μαρξ, το κράτος είναι ουσιαστικά ένα εργαλείο ταξικής κυριαρχίας. Το κράτος στην καπιταλιστική κοινωνία είναι ένα αστικό κράτος: δεν είναι παρά «μια επιτροπή για τη διαχείριση των κοινών υποθέσεων της μπουρζουαζίας» («Κομμουνιστικό Μανιφέστο», στο Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, τόμ.1, 1962, σελ.223). Τα κριτήριά του δικαιοσύνης, δημοκρατίας και δικαίου είναι αστικά κριτήρια. Αυτό δεν αμφισβητεί ότι στην καπιταλιστική κοινωνία υπάρχουν μορφές αστικής δημοκρατίας στις οποίες διαφορετικά κόμματα αντιπροσωπεύουν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα, συμπεριλαμβανόμενων και εκείνων των εργατών. Ωστόσο, οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί πολιτικοί θεσμοί λειτουργούν μέσα στα όρια και τους περιορισμούς του καπιταλιστικού συστήματος. Αν αυτά απειλούνται ριζικά, η δημοκρατία ακυρώνεται.
Ο Μαρξ πίστευε ότι ο καπιταλισμός θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε αυξανόμενη ταξική πόλωση και ταξική σύγκρουση. Μέσω των δικών του εσωτερικών διαδικασιών ανάπτυξης προορίζεται να δώσει τελικά γένεση στη δική του διάλυση: σε μια επανάσταση που θα οδηγήσει στην ανατροπή του και στη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη θα οδηγήσει, κατ’ αρχή, στη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού κράτους, ενός κράτους όπου η εργατική τάξη είναι κυρίαρχη τάξη και που λειτουργεί προς τα συμφέροντά της. Με αυτό τον τρόπο, η «δικτατορία του προλεταριάτου» θα αντικαταστήσει τη «δικτατορία της μπουρζουαζίας». Με αυτές τις φράσεις, ο Μαρξ δεν εννοεί ότι αυτά τα κράτη έχουν μια δικτατορική μορφή, αλλά ότι κυβερνούν προς το συμφέρον μιας συγκεκριμένης τάξης.
Ωστόσο, η «δικτατορία του προλεταριάτου» είναι μόνο η «πρώτη φάση» της μετακαπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο κύριος σκοπός της είναι να καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και συνεπώς την κοινωνικής και οικονομική βάση των ταξικών διαιρέσεων. Επιπρόσθετα, ο Μαρξ πίστευε ότι η έλευση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής θα αποδέσμευε τις παραγωγικές δυνάμεις και θα οδηγούσε σε μια μεγάλη οικονομική πρόοδο. Καθώς θα διαλυόταν η υλική βάση των ταξικών διαιρέσεων, θα εξαφανίζονταν βαθμιαία οι ταξικές διαφορές, και μαζί τους η ανάγκη για το κράτος ως ένα εργαλείο ταξικής κυριαρχίας και ως διακριτής καταπιεστικής δύναμης. Στο ανώτερο στάδιο του πλήρους κομμουνισμού, το κράτος προορίζεται τελικά να «σβήσει», όπως το θέτει ο Ένγκελς, και «η διακυβέρνηση των ανθρώπων θα αντικατασταθεί από τη διεύθυνση των πραγμάτων» («Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, στο Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Selected Works, τόμ. 2, Μόσχα 1962).
Ο Μαρξ περιγράφει το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας ως εξής: «Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας αφού η υποδουλωτική καθυπόταξη του ατόμου στον καταμερισμό της εργασίας, και μαζί της επίσης η αντίθεση της διανοητικής και φυσικής εργασίας θα έχουν εξαλειφθεί˙ αφού η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο ένα μέσο ζωής, αλλά η κύρια ανάγκη της ζωής˙ αφού οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν επίσης αναπτυχθεί με την ολόπλευρη ανάπτυξη του ατόμου, και όλες οι πηγές του συνεργατικού πλούτου θα αναβλύζουν σε αφθονία – μόνο τότε θα μπορεί να διαγραφεί πλήρως ο στενός ορίζοντας του αστικού δικαίου και η κοινωνία να γράψει πάνω στη σημαία της: από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» («Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», στο Κ. Μαρξ & Φ. Ένγκελς, Selected Works, τόμ. 2, Μόσχα 1962, σελ. 569).
Ο Μαρξ απορρίπτει τις «ουτοπικές» και ηθικές ιδέες του σοσιαλισμού, υπέρ μιας αντίληψης βασισμένης σε αυτό που υποστηρίζει πως είναι ένας αντικειμενικός και «επιστημονικός» απολογισμός της ιστορικής ανάπτυξης. Η ιδέα του για το σοσιαλισμό, επιμένει, δεν είναι μια έκφραση ηθικών αξιών, δεν είναι ένα ιδανικό που θα έπρεπε απλά να εκπληρωθεί, είναι η πραγματική προβλεπόμενη  τάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. «Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρόκειται να εγκαθιδρυθεί, ένα ιδανικό προς το οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση που καταργεί την παρούσα κατάσταση πραγμάτων». («Η Γερμανική Ιδεολογία», Λονδίνο 1975, σελ.171). Ωστόσο, υπάρχει μια φανερά οραματική και «ουτοπική» διάσταση στη σκέψη του Μαρξ, που ενέπνευσε έκτοτε τους σοσιαλιστές, και η οποία υπήρξε από τις πιο ισχυρές ηθικές ιδέες στο σύγχρονο κόσμο.
Το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ξεκινά με τα τολμηρά λόγια, «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα του κομμουνισμού». Την εποχή που γράφτηκαν αυτά τα λόγια ήταν περισσότερο μια έκφραση ελπίδας, παρά μια περιγραφή της ιστορικής κατάστασης που επικρατούσε τότε. Η Ένωση των Κομμουνιστών, για την οποία γράφτηκε το «Μανιφέστο», ήταν μόνο μια μικρή ομάδα ακτιβιστών, χωρίς κάποια πλατιά οργάνωση ή οπαδούς. Λίγο μετά τη δημοσίευση του «Μανιφέστου», οι επαναστατικές ελπίδες που εξέφραζε καταπνίχτηκαν. Οι επαναστάσεις του 1848 ηττήθηκαν. Η Ένωση των Κομμουνιστών, μαζί με άλλες επαναστατικές ομάδες συντρίφτηκε˙ τα μέλη της καταδιώχτηκαν και κυνηγήθηκαν. Το «φάντασμα του κομμουνισμού» είχε, κατά τα φαινόμενα, εξαλειφθεί, και το τολμηρό όραμα του «Μανιφέστου» είχε αναιρεθεί.
Βαθμιαία αλλά σταθερά, ωστόσο, το επαναστατικό σοσιαλιστικό κίνημα αναδιοργανώθηκε και επανεμφανίστηκε. Το 1864, ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση των Εργατών, η Πρώτη Διεθνής, με τον Μαρξ Γραμματέα και ηγετικό στοχαστή της. Ως το 1883, χρονιά του θανάτου του Μαρξ, οι σοσιαλιστικές ομάδες είχαν αναζωογονηθεί και οι ιδέες του Μαρξ αποκτούσαν επιρροή σε όλη την Ευρώπη. Το φάντασμα είχε επιστρέψει.
Στη διάρκεια του 20ου αιώνα, η ίδια η ιστορία έμοιαζε να παρέχει αξιοσημείωτη επιβεβαίωση των κύριων κατευθύνσεων στη σκέψη του Μαρξ. Η πρόγνωση ότι ο καπιταλισμός προορίζεται να είναι μόνο ένα ειδικό και περιορισμένο ιστορικό στάδιο που θα ξεπεραστεί φαινόταν να δικαιολογείται από τη διαδοχή των επαναστάσεων που είχαν μετακινήσει ένα μεγάλο μέρος του κόσμου από την κυριαρχία του. Ο κομμουνισμός φαινόταν να είναι ένα «φάντασμα» που πλανιόταν όχι μόνο πάνω από την Ευρώπη, αλλά ολόκληρο τον κόσμο.
Με την κατάρρευση των καθεστώτων του Σοβιετικού και Ανατολικο-ευρωπαϊκού κομμουνισμού το 1989, ωστόσο, αυτή η εικόνα τέθηκε σε αμφιβολία. Μερικοί λένε ότι ο μαρξισμός είναι τώρα νεκρός και ότι η πρόγνωση για ένα ιστορικό στάδιο πέρα από τον καπιταλισμό είναι μια ψευδαίσθηση. Ο καπιταλισμός και η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι τα ανώτατα δυνατά στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης, το «τέλος της ιστορίας». Με δεδομένα τα συνεχιζόμενα προβλήματα, τις κρίσεις, τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις στον καπιταλιστικό κόσμο, αυτή δεν είναι μια προφανής, ούτε μια υποστηρίξιμη άποψη. Χωρίς αμφιβολία, ο μαρξισμός χρειάζεται επανεξέταση στο φως της ιστορικής εμπειρίας. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει η πιο περιεκτική και ισχυρή θεωρία για την κατανόηση του καπιταλιστικού κόσμου και μια συνεχή πηγή ελπίδας και έμπνευσης για όλους εκείνους που πιστεύουν  ότι μια καλύτερη μορφή ανθρώπινης ζωής είναι δυνατή.

*Το παρόν αποτελεί λήμμα για τον Μαρξ γραμμένο από τον Sean Sayers για τη συλλογή των Nöel Parker και Stuart Sim, «The A-Z Guide to Modern Social and Political Theorists» (Hemel Hempstead: Prentice-Hall/Harvester Wheatsheaf, 1997), σελ. 241-5. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Σπάρτακος». O Sean Sayers είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, συγγραφέας σειράς εργασιών για τη διαλεκτική και το μαρξισμό.

 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση