Σπινόζα , Ν.Ντιντερό Πραγματεία για τη Διόρθωση του Νου - Αισθητικά

ΣπινόζαΣπινόζα, Πραγματεία για τη Διόρθωση του Νου, εκδ. Πόλις, μετάφραση Βασιλική Γρηγοροπούλου, Bernard Jasquemart, γ΄ έκδοση, Αθήνα 2005 (α΄ έκδοση 2001).


Ντενί Ντιντερό, Αισθητικά, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, μετάφραση Κλαίρη Μητσοτάκη, Αθήνα 2003.

Με την εκδοτική έξαρση τα τελευταία χρόνια προσφέρεται στο ελληνικό κοινό μεγάλος όγκος μεταφράσεων από την ξένη φιλοσοφική φιλολογία. Ενώ όμως στα σύγχρονα ρεύματα κυριαρχούν οι υποκειμενιστικές, ακραία αντιδραστικές κατευθύνσεις αλά Νίτσε, αναζωογονείται το ενδιαφέρον για πιο εποικοδομητικές προσεγγίσεις. Δείγμα του αποτελεί η δημοσίευση αρκετών κειμένων κορυφαίων στοχαστών της αστικής ανόδου, της εποχής που η αστική τάξη μεταχειριζόταν σοβαρά τις ιδέες, συνεισφέροντας θετικά στην πρόοδο και διασάφηση των προβλημάτων της γνώσης. Τα έργα του Σπινόζα και του Ντιντερό που θα μας απασχολήσουν στο παρόν ανήκουν ασφαλώς σε αυτή την κατηγορία.
Η Πραγματεία για τη Διόρθωση του Νου είναι ένα πρώιμο έργο του Σπινόζα, γραμμένο στα 1661-62 και δημοσιευμένο μεταθανάτια. Εκεί πραγματεύεται, από θεμελιωδώς υλιστική σκοπιά, κεντρικά ζητήματα της θεωρίας της γνώσης, όπως η μέθοδος, η σχέση των ιδεών με την πραγματικότητα, η διάκριση της αλήθειας από την πλάνη, ο ρόλος της φαντασίας, κ.ά. Θεωρούμενο πως απαντά άμεσα σε προγενέστερες, συχνά συγχυσμένες και φορτισμένες από ιδεαλιστικές πλάνες, απόψεις του Ντεκάρτ, το έργο έχει και μια ανεξάρτητη σημασία προετοιμασίας των ιδεών που ανέπτυξε αργότερα στην Ηθική του.
Η ισχυρά υλιστική έμφαση του Σπινόζα γίνεται έκδηλη στη διαρκή αναφορά του στην εξωτερική τάξη της φύσης ως μέτρο και αντικείμενο κάθε γνήσιας γνωστικής ικανότητας. «Όσο περισσότερο το πνεύμα γνωρίζει τα πράγματα, τόσο καλύτερα κατανοεί την εγγενή ισχύ του και τη φυσική τάξη» (Σπινόζα, σελ.42). «Η αλληλουχία του νου… οφείλει… να αναφέρεται στην αλληλουχία της Φύσης» (σελ.74).
Προκαταλαμβάνοντας σχετικές θέσεις του Ένγκελς, ο Σπινόζα θέτει στο κέντρο της προσοχής τη μελέτη των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων μεταξύ των πραγμάτων. «Εάν υπήρχε κάτι μέσα στη φύση που να μην αλληλεπιδρούσε με άλλα πράγματα… δεν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε τίποτα σε ότι [το] αφορά… Και αντίθετα, όπως συμβαίνει με όλα όσα υπάρχουν μέσα στη Φύση, όσα πράγματα αλληλεπιδρούν με τα υπόλοιπα θα είναι κατανοητά» (σελ.42).
Η αλληλεπίδραση αναγνωρίζεται έτσι ως προϋπόθεση αλλά και ουσιώδες περιεχόμενο της γνώσης. Ωστόσο, ο στοχαστής προχωρά παραπέρα, διακρίνοντας ισχυρά ανάμεσα σε περιστασιακές και ουσιώδεις σχέσεις. Είναι κυρίως οι τελευταίες, στις οποίες εκδηλώνεται η ουσία του αντικειμένου, που γίνονται αντικείμενο έρευνας και αποτελούν το θεμέλιο της γνώσης. «Ότι διακρίνει μια αληθή σκέψη από μια ψευδή δεν είναι απλώς ένας προσδιορισμός τυχαίος, παρά, κατά κύριο λόγο ουσιαστικός» (σελ.59). Σε αυτό το πλαίσιο, η πλάνη δεν αποτελεί καθαρά αποκύημα, αλλά έναν αυθαίρετο, περιστασιακό συνδυασμό ιδιοτήτων που χωριστά υφίστανται πραγματικά (σελ.51 και εξής).
Ιδιαίτερα εμφανής είναι η πάλη του Σπινόζα ενάντια στις ιδεαλιστικές θεωρήσεις που επιχειρούν αυθαίρετα να θέσουν κάποια επινοημένα και ad hoc διανοητικά αξιώματα στην αφετηρία της γνώσης. Ο Σπινόζα κατανοεί ότι τέτοιου είδους θεωρήσεις αμφισβητούν ουσιαστικά εξυπαρχής την αυθυπαρξία του αντικειμένου της γνώσης και την επάρκεια της γνωστικής ικανότητας του ανθρώπου, για να εξάγουν δήθεν ως αναπόφευκτα συγχυσμένα και μεταφυσικά συμπεράσματα. «Αν το πράγμα υπάρχει αφεαυτού ή, όπως λέγεται κοινώς, αν είναι αυταίτιο, τότε θα πρέπει να εννοηθεί μέσω της ουσίας του και μόνο… Ως εκ τούτου, όσο διεξάγουμε την Έρευνα των πραγμάτων, δεν θα μας επιτρέπεται ποτέ να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα ξεκινώντας από αφηρημένες καθολικές προτάσεις, παρά θα προσέχουμε πολύ να μην αναμειγνύουμε όσα είναι στο νου με όσα είναι στο πράγμα» (σελ. 73).
Τελικά η γνώση μας οδηγεί στη σύμφυτη αναγκαιότητα της Φύσης, ένα συμπέρασμα αποτυπωμένο στην τελευταία φράση του έργου: «Η γνώση πρέπει να αναζητείται στις θετικές ιδιότητες… πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να θέσουμε ως θεμέλιο κάποιο κοινό πράγμα, από το οποίο αυτές οι ιδιότητες έπονται αναγκαία» (σελ.83).
ΝτιντερόΤα Αισθητικά του Ντιντερό περιλαμβάνουν 4 δοκίμια, «Επιστολή για τους κωφάλαλους» (1751), «Φιλοσοφικές αναζητήσεις για την προέλευση και τη φύση του ωραίου» (1751), «Δοκίμια για τη ζωγραφική» (1766) και «Σκόρπιες σκέψεις για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση» (1777). Από αυτά σημαντικότερο είναι το δεύτερο δοκίμιο, όπου ο Ντιντερό εκθέτει τις βάσεις της αισθητικής του θεωρίας.
Η σχετικά μικρή αλλά περιεκτική αυτή πραγματεία έχει τη μορφή μιας κριτικής προγενέστερων αντιλήψεων για το ωραίο. Ο συγγραφέας αναφέρεται μεταξύ άλλων σε στοχαστές όπως οι Πλάτων, Αυγουστίνος, Βολφ, Χάτσεσον και ο Πατήρ Αντρέ. Η επιχειρηματολογία του αναπτύσσεται από μια πηγαία διαλεκτική αφετηρία, εφόσον δεν απορρίπτει μηδενιστικά τις απόψεις τους, αλλά, εντοπίζοντας τη στενότητά τους, τοποθετεί τα θετικά στοιχεία τους σε μια ευρύτερη προσέγγιση. Έτσι ο Ντιντερό επισημαίνει τον αφηρημένο χαρακτήρα των πλατωνικών αντιλήψεων περί ωραίου, αλλά και τη μονομέρεια της θεώρησης του Αυγουστίνου, κατά την οποία η αίσθηση του ωραίου προκαλείται από την αρμονία των μερών με το σύνολο. Διαισθάνεται ότι αυτές οι απόψεις, με την υπερβολική τους έμφαση στην έννοια της τάξης, τείνουν να εξωραΐσουν τις υφιστάμενες δομές, παρότι βέβαια εκφράζουν και τον προοδευτικό τους χαρακτήρα στην ανοδική τους περίοδο.
Σε ανάλογο πνεύμα με τον Σπινόζα, ο μεγάλος Διαφωτιστής συνδέει το ωραίο με την ύπαρξη πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στα αντικείμενα, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές όχι μόνο την τάξη και τη συμμετρία, αλλά και αντίθετες όπως η ασυμμετρία. «Ονομάζω… ωραίο… οτιδήποτε περιλαμβάνει μέσα του εκείνο που μπορεί να ξυπνήσει στη νόησή μου την ιδέα των σχέσεων… Όταν λέω, λοιπόν, ότι ένα πράγμα είναι ωραίο λόγω των σχέσεων που παρατηρούμε σε αυτό, δεν αναφέρομαι καθόλου σε νοητικές ή φανταστικές σχέσεις… αλλά στις πραγματικές σχέσεις που υπάρχουν σε αυτό και τις οποίες η αντίληψή μας εντοπίζει σε αυτό με τη βοήθεια των αισθήσεων» (σελ. 135, 145).
Επικρίνοντας τον πατέρα Αντρέ γιατί δεν αφήνει μια θέση στο αυθαίρετο (σελ.124), αλλά και τον Αυγουστίνο ότι συγχέει το ωραίο με το τέλειο (σελ. 130), ο Ντιντερό τονίζει ως στοιχείο του ωραίου την ύπαρξη άτυπων και τυχαίων σχέσεων, που προσθέτουν μια νότα παραδοξότητας. «Η κίνηση εγκαθιστά συχνά… τεράστιο αριθμό παράξενων σχέσεων… Άρα οι σχέσεις είναι αποτέλεσμα τυχαίων συνδυασμών, ως προς εμάς τουλάχιστον» (σελ. 160). Έτσι προσεγγίζει θέσεις της μαρξιστικής αισθητικής, κατά τις οποίες η ισχυρή αίσθηση του ωραίου προκύπτει από τη συνύπαρξη και ενότητα στο αντικείμενο αντίθετων προσδιορισμών τάξης και αταξίας, που προσδίδουν το στοιχείο της έντασης.
Η πηγαία διαλεκτική και ρεαλιστική προσέγγιση του Ντιντερό αποτυπώνεται σε πολλούς αφορισμούς του. Απορρίπτοντας κάθε εξεζητημένη, εστετίστικη αντίληψη για το ωραίο, τονίζει τη σύνδεσή του με την καθημερινή εμπειρία και πρακτική: «Η τέχνη βρίσκεται στο να ανακατεύεις κοινές περιστάσεις με τα πιο θαυμαστά πράγματα, και θαυμαστές περιστάσεις με τα πιο κοινά θέματα» (σελ.348).
Οπωσδήποτε, σε υλιστές όπως ο Σπινόζα και ο Ντιντερό παραμένει ένα μικρό κατάλοιπο της σύγχυσης ανάμεσα στην τάξη των ιδεών και την τάξη των πραγμάτων, ενάντια στην οποία οι ίδιοι προειδοποιούσαν. Από αυτό άλλωστε πιάστηκε αργότερα ο γερμανικός ιδεαλισμός, ξεκινώντας από τον Λάιμπνιτς, για να αντιστρέψει την αρχικά υλιστική κατεύθυνση του προοδευτικού αστικού στοχασμού, προωθώντας έτσι τη διαλεκτική αλλά με μυστικιστικό τρόπο. Ωστόσο, η επαρκής και ξεκάθαρη διατύπωση της υλιστικής αφετηρίας  και η συνεπής πραγμάτευση των προβλημάτων της γνώσης από αυτή τη σκοπιά πιστοποιεί τη ματαιότητα των ιδεαλιστικών κατασκευών, αποκαλύπτοντάς τις εκ των υστέρων ως μια ιδιομορφία της ιστορίας των ιδεών, παρά κάτι αναγκαίο στη διαδικασία της γνώσης.
Ο τονισμός της σχεσιακής φύσης του αντικειμένου από τους επιφανείς στοχαστές της αστικής ανόδου αντανακλά το γεγονός ότι η πρακτική της αστικής τάξης βρισκόταν σε αντιστοιχία με τις ιστορικές απαιτήσεις και τη φυσική τάξη. Μοιραία, λοιπόν, με τη στροφή της στην αντίδραση, αυτή η αντίληψη έπρεπε να παραμεριστεί και να αντικατασταθεί με τις αποσπασματικές, μερικές προσεγγίσεις του θετικισμού και του ανορθολογισμού. Αυτός είναι ο λόγος που οι προοδευτικές ιδέες των Διαφωτιστών σπάνια βρίσκουν απήχηση στους αστούς ιδεολόγους της εποχής μας, αποτελώντας αντικειμενικά μέρος της κληρονομιάς και σύμμαχο του μαρξισμού. Η σοβαρή μελέτη και αξιοποίησή τους μπορεί να προσφέρει ένα αντίδοτο στις υποκειμενιστικές διαστροφές του μαρξισμού, που έχουν πλατιά διάδοση στις μέρες μας.