John Bellamy Foster, The Ecological Revolution, Making Peace with the Planet

 

John Bellamy Foster, “The Ecological Revolution, Making Peace with the Planet”, Νέα Υόρκη: Monthly Review Press, 2009, σελ. 328.

 

του Σάιμον Μπάτλερ*

 

Ο Καρλ Μαρξ και ο Φρίντριχ Ένγκελς φημισμένα παρακίνησαν τους εργάτες του κόσμου να ενωθούν γιατί είχαν έναν κόσμο να κερδίσουν, και τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους. Σήμερα, η πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής και οι περιβαλλοντικές καταρρεύσεις σε παγκόσμια κλίμακα προσθέτουν μια επιπλέον ζωτική διάσταση σ’ αυτό το όραμα της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Εξακολουθούμε να έχουμε έναν κόσμο να κερδίσουμε – αλλά έχουμε επίσης και έναν κόσμο να χάσουμε.

Η οικολογική κρίση δεν είναι απλώς το αποτέλεσμα ανεπαρκούς σχεδιασμού ή κακών αποφάσεων. Ούτε πρόκειται για ένα απρόσμενο ατύχημα. Αποτελεί το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός άδικου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος που τοποθετεί το κέρδος των επιχειρήσεων πάνω από οτιδήποτε άλλο – ακόμα και αν υπονομεύεται η φυσική θεμελίωση της ίδιας της ζωής.

Ο John Bellamy Foster, με τα προηγούμενα βιβλία του, όπως η “Οικολογία του Μαρξ” (“Marx’s Ecology”) και “Ο Τρωτός Πλανήτης” (“The Vulnerable Planet”), και ως εκδότης του αμερικάνικου μαρξιστικού περιοδικού “Monthly Review”, έχει αποκτήσει μια φήμη επάξια κερδισμένη ως μια από τις πειστικότερες φωνές παγκοσμίως, η οποία υποστηρίζει τη θεμελιώδη κοινωνική αλλαγή για να αντιμετωπιστεί η απειλητική οικολογική καταστροφή.

Το νέο του βιβλίο, “Η Οικολογική Επανάσταση” (“Τhe Ecological Revolution”), δεν θα μπορούσε να έχει δημοσιευτεί σε καλύτερη χρονική στιγμή. Υποστηρίζει ότι μια λύση στην οικολογική κρίση «είναι τώρα είτε επαναστατική είτε είναι ψεύτικη».

Ο Foster αξιοποιεί τις προειδοποιήσεις επιφανών περιβαλλοντολόγων, όπως του Bill McKibben, του James Hansen και του Lester Brown, μεταξύ άλλων.

Ο McKibben έχει πει ότι έχουμε πλέον εισέλθει στην περίοδο “Ωχ Σκατά” της παγκόσμιας υπερθέρμανσης – είναι ήδη αργά για να σταματήσουμε εξ ολοκλήρου τη δριμεία επίδραση της κλιματικής αλλαγής. Ο Hansen, επιστήμονας της ΝΑΣΑ, έχει πει ότι ο ταχύς ρυθμός της κλιματικής αλλαγής ισοδυναμεί με μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης του πλανήτη».

Στο βιβλίο του “Plan B 3.0” το 2008, ο Brown είπε: «Ξεπερνάμε φυσικά όρια τα οποία δεν μπορούμε να δούμε και παραβιάζουμε προθεσμίες τις οποίες δεν αναγνωρίζουμε. Η φύση μετράει το χρόνο, αλλά δεν μπορούμε να δούμε το ρολόι… Είμαστε σε έναν αγώνα ταχύτητας μεταξύ ακραίων σημείων των φυσικών γήινων συστημάτων από τη μία και των παγκόσμιων πολιτικών συστημάτων από την άλλη. Ποιο θα βαρύνει πρώτο;»

“Η Οικολογική Επανάσταση” αποτελεί ένα κάλεσμα για επείγουσα δράση και μια μεσολάβηση στις διαμάχες σχετικά με το είδος της δράσης που απαιτείται για να κερδηθεί αυτός ο “αγώνας ταχύτητας”.

Εκτός από την όλο και μικρότερη αριθμητικά ομάδα εκείνων που αρνούνται την κλιματική αλλαγή, η γενικευμένη παραδοχή της έκτασης της περιβαλλοντικής κατάπτωσης είναι περισσότερο διαδεδομένη από ποτέ, ακόμη και μεταξύ των παγκόσμιων ελίτ. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουν αναδυθεί δύο ξεχωριστές προοπτικές οικολογικής επανάστασης.

Η πρώτη προσπαθεί να βάψει την τρέχουσα επιχειρηματική θεώρηση για την οικονομία πράσινη. Η δεύτερη, σύμφωνα με το απόφθεγμα του Τσε Γκεβάρα, υποστηρίζει ότι πρέπει να γίνει μια γνήσια οικοσοσιαλιστική επανάσταση, αλλιώς θα πρόκειται για πλασματική επανάσταση.

«Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών αντιδιαμετρικών προσεγγίσεων της οικολογικής επανάστασης», γράφει ο Foster, «μπορεί να θεωρηθεί το κεντρικό πρόβλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η περιβαλλοντική κοινωνική επιστήμη σήμερα».

 

Τα Οικονομικά της Εξολόθρευσης

Η κυρίαρχη άποψη λέει ότι μια νέα “πράσινη βιομηχανική επανάσταση” μπορεί να απελευθερώσει τις τεχνολογικές αλλαγές που απαιτούνται για να επιτραπεί η αειφόρος καπιταλιστική ανάπτυξη και να τεθεί τέλος στην περιβαλλοντική καταστροφή. Μεταξύ των τυπικών παραλλαγών αυτής της άποψης, το κίνητρο του κέρδους αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανεκτής αλλαγής και όχι ο στόχος να διατηρηθεί η ζωή, να βελτιωθεί η κοινωνία ή να επιτραπεί η πλήρης ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού.

Υποθέτει ότι νέες ευκαιρίες για την αγορά θα προκύψουν μέσω των οικολογικών καινοτομιών, ωθώντας την περαιτέρω ανάπτυξη. Εκτός από μια έκρηξη της καθαρής τεχνολογίας, ουσιαστικά τίποτα άλλο στη δομή της κοινωνίας δεν αναμένεται να αλλάξει.

Ο Foster εξετάζει τη δουλειά μερικών από τους γνωστότερους υποστηρικτές της πράσινης βιομηχανικής επανάστασης, όπως ο Αμερικανός οικονομολόγος, William Nordhaus, ο Βρετανός οικονομολόγος Nicholas Stern (συγγραφέας της “Stern Review” σχετικά με τα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής) και ο συντηρητικός χρονογράφος των New York Times” Thomas Friedman. Ο κύριος σύμβουλος της αυστραλιανής κυβέρνησης σχετικά με τα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής, Ross Garnaut, εντάσσεται, επίσης, σε αυτήν την ευρεία κατηγορία.

Όλοι τους δέχονται ότι η οικονομική ανάπτυξη, η επέκταση των αγορών και η απεριόριστη συσσώρευση κεφαλαίου μπορούν να συνεχιστούν. Οι Paul Hawkin, Amory Lovins και Hunter Lovins, συγγραφείς του βιβλίου του 1999 “Φυσικός Καπιταλισμός”, λένε μάλιστα ότι η απερίφραστη εχθρότητα στις οικολογικές συνέπειες δεν αποτελεί εμπόδιο, όσο βγαίνουν λεφτά. Λένε: «Επειδή υπάρχουν πρακτικοί τρόποι να καθησυχάσουμε τις οικολογικές ανησυχίες και να σώσουμε τα λεφτά που κοστίζουν αυτά τα μέτρα, σχεδόν δεν έχει σημασία αν πιστεύετε ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί πρόβλημα ή όχι. Αυτά τα βήματα πρέπει να γίνουν γιατί συνεπάγονται λεφτά».

Ταυτόχρονα, η πράσινη βιομηχανική καπιταλιστική επανάσταση αποκλείει, επίσης, τα όποια οικολογικά μέτρα δεν αποφέρουν κέρδος βραχυπρόθεσμα. To πλαίσιο αποτελεί η διατήρηση της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης, αντί του κατεστραμμένου οικοσυστήματος του πλανήτη. Ως αποτέλεσμα, οι Stern και Nordhaus, για παράδειγμα, έχουν επιχειρηματολογήσει κατά των δραστικών περικοπών στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που υποστηρίζονται στην περιβαλλοντική επιστήμη, διότι θα ήταν “οικονομικά αβάσταχτες”.

Ως τρόποι αντιμετώπισης της επείγουσας κατάστασης του πλανήτη, αυτές οι αποκρίσεις που βασίζονται στην αγορά είναι άτοπες, παράλογες, επικίνδυνες, αυτοαναιρούμενες και καταδικασμένες να αποτύχουν. Χαίρουν, επίσης, θερμής υποδοχής εκ μέρους των παγκόσμιων καπιταλιστικών κυβερνήσεων και παρέχουν τη βάση λανθασμένων απαντήσεων στην κλιματική αλλαγή, όπως το εμπόριο άνθρακα και ο “καθαρός άνθρακας”.

Ο John Bellamy Foster συνοψίζει πετυχημένα την καπιταλιστική οικονομία μιας πράσινης βιομηχανικής επανάστασης βασισμένης στην αγορά υπό τον όρο “τα οικονομικά της εξολόθρευσης”. Προωθεί μια εναλλακτική προσέγγιση που τοποθετεί τις οικολογικές ανησυχίες πάνω από την καπιταλιστική συσσώρευση. Χρειαζόμαστε μια «πιο ριζική, οικο-σοσιαλιστική επανάσταση που να χρησιμοποιεί τις εναλλακτικές τεχνολογίες όπου είναι απαραίτητο, αλλά να δίνει έμφαση στην ανάγκη να αλλάξει η σχέση του ανθρώπου με τη φύση και η δομή της κοινωνίας από τις ρίζες της».

Ο στόχος μιας τέτοιας επανάστασης πρέπει να είναι «η επιστροφή σε πιο οργανικές, βιώσιμες κοινωνικό-οικολογικές σχέσεις, γεγονός που απαιτεί μια πολιτισμική αλλαγή βασισμένη σε μια επανάσταση της κουλτούρας, της οικονομίας και της κοινωνίας». Υποστηρίζει ότι ένα σημείο κλειδί στη διαφορά μεταξύ της οικολογικής επανάστασης και μιας πράσινης βιομηχανικής επανάστασης αποτελεί η συμμετοχή και η κινητοποίηση του μέσου πολίτη στη διαδικασία της αλλαγής.

Η πράσινη βιομηχανική επανάσταση εκλαμβάνεται ως μια ελεγχόμενη προσπάθεια τεχνολογικής μετατόπισης. Ο στόχος των κατεστημένων συμφερόντων είναι να διατηρηθεί η κοινωνική αλλαγή σε σχέση με την περιβαλλοντική πρόκληση που εμπεριέχει μέσα στα αποδεκτά όρια του συστήματος, ακόμη και υπό τον κίνδυνο να απειληθεί ολόκληρος ο πλανήτης. Αντίθετα, μια γνήσια οικολογική επανάσταση θα ήταν συνδεδεμένη με μια ευρεία κοινωνική, όχι μερικώς βιομηχανική, επανάσταση που θα πήγαζε από τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων.

Πολλοί περιβαλλοντολόγοι που αναγνωρίζουν την ανάγκη ρήξης με τις σύμφωνες με την τρέχουσα επιχειρηματική θεώρηση αντιδράσεις στην παγκόσμια υπερθέρμανση, ακόμη διστάζουν να εξάγουν αυτό το ριζοσπαστικότερο συμπέρασμα. Η αλλαγή ολόκληρου του συστήματος μοιάζει τεράστια δουλειά.

Ο λίγος διαθέσιμος χρόνος που μας απομένει για να αποφύγουμε την κλιματική αλλαγή έχει οδηγήσει ορισμένους ακτιβιστές στην προσπάθεια διαχωρισμού της κλιματικής από την κοινωνική αλλαγή. Η ιδέα είναι ότι μπορούμε να σταθεροποιήσουμε πρώτα το περιβάλλον και μετά, εφόσον επιτύχουμε, να προχωρήσουμε σε ευρύτερους κοινωνικούς στόχους. Κατά πολλούς τρόπους, αυτή η στρατηγική αντικατοπτρίζει μια φρούδα ελπίδα ότι οι παγκόσμιες ελίτ θα αποφασίσουν τελικά να αλλάξουν πορεία, καθώς τα στοιχεία για την οικολογική διαταραχή γίνονται αναμφισβήτητα και καθώς το κίνημα για το κλίμα μεγαλώνει.

Αντίθετα, ο Foster υποστηρίζει ότι αν θέλουμε να κάνουμε ειρήνη με τον πλανήτη πρέπει να απομακρύνουμε την πολιτική και οικονομική δύναμη μακριά από την προνομιούχα μειοψηφία που την κατέχει σήμερα. Αλλιώς θα μας οδηγήσουν στη λήθη κατά τη διάρκεια μιας μάταιης προσπάθειας να διατηρήσουν το σύστημά τους. Η αειφόρος ανάπτυξη είναι βιώσιμη μόνο αν ανοίξουμε το δρόμο και για συνεχή ανθρώπινη ανάπτυξη.

«Μια επαναστατική στροφή στα ανθρώπινα πράγματα μπορεί να μοιάζει απίθανη», λέει. «Αλλά η διαιώνιση του παρόντος καπιταλιστικού συστήματος για οποιαδήποτε χρονική διάρκεια θα αποδειχτεί αδύνατη, αν ο ανθρώπινος πολιτισμός και ο ιστός της ζωής όπως τα ξέρουμε πρόκειται να διατηρηθούν».

 

Οικολογικός Ιμπεριαλισμός

Εκτός από την οικολογική κρίση, ο καπιταλισμός καταδικάζει εκατομμύρια ανθρώπους σε ακραία φτώχεια, πείνα και ανισότητα. Τα χρήματα που δαπανώνται για το στρατό από τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις παγκοσμίως, για παράδειγμα, θα ήταν περισσότερα από αρκετά για να εξασφαλίσουν κατάλληλη τροφή, καταφύγιο, καθαρό νερό και τη βασική υγιεινή και εκπαίδευση για όλους.

Η τελευταία “λίστα των πλουσίων” του περιοδικού Forbes δείχνει ότι υπήρχαν 793 δισεκατομμυριούχοι παγκοσμίως με περιουσία η οποία συνολικά ξεπερνούσε τα 4 τρισεκατομμύρια αμερικανικά δολάρια. Ταυτόχρονα, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτίμησε ότι το 2005 περισσότερος από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού έζησε με λιγότερο από 2 δολάρια την ημέρα. Οι υποσιτιζόμενοι του κόσμου έφτασαν το 1 δις για πρώτη φορά το 2009, έστω κι αν οι δύο μεγαλύτερες συγκομιδές δημητριακών έλαβαν χώρα το 2008 και το 2009.

Η αιτία και η έκταση της περιβαλλοντικής κατάρρευσης παγκοσμίως δεν μπορούν να ελεγχθούν πλήρως χωρίς μια κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ένα σύστημα γενικής ανισότητας καθοδηγεί και επιδεινώνει τα προβλήματα.

Ο Foster περιγράφει το σύγχρονο καπιταλισμό ως ένα σύστημα “οικολογικού ιμπεριαλισμού”. Στο πλανητικό επίπεδο, ο οικολογικός ιμπεριαλισμός αποτελεί συνέπεια της οικειοποίησης των παγκόσμιων κοινών αγαθών (π.χ. η ατμόσφαιρα και οι ωκεανοί) και της απορροφητικής ικανότητας άνθρακα της βιόσφαιρας, κυρίως προς όφελος μιας σχετικά μικρής ομάδας χωρών που βρίσκονται στο κέντρο της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας.

Προβλέπει ότι, όσο θα επιδεινώνεται η οικολογική κρίση και οι φυσικοί πόροι θα γίνονται πιο σπάνιοι, το σύστημα θα γίνεται ακόμα πιο βάρβαρο. Η αδυσώπητη επιθυμία για αύξηση του κέρδους είναι ασύμβατη με τις ανθρώπινες και ανθρωποκεντρικές αποκρίσεις. Ήδη, “το τέλος του εύκολου πετρελαίου” οδηγεί αυτό που ο Foster αποκαλεί νέο ενεργειακό ιμπεριαλισμό.

Ο νέος ενεργειακός ιμπεριαλισμός των Η.Π.Α. οδηγεί ήδη σε επεκτατικούς πολέμους, που θα μπορούσαν να γίνουν στην κυριολεξία παγκόσμιοι, καθώς η Ουάσιγκτον προσπαθεί να διασφαλίσει την υπάρχουσα καπιταλιστική οικονομία και η ίδια της η ηγεμονία παρακμάζει. Η κατανάλωση [του πετρελαίου] είναι ενσωματωμένη μέσα στη δομή της παρούσας παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Η άμεση απάντηση του συστήματος στο τέλος του εύκολου πετρελαίου είναι, επομένως, η στροφή προς μια στρατηγική μέγιστης εξόρυξης με οποιοδήποτε δυνατό μέσο.

Η καθοδηγούμενη από τις Η.Π.Α. εισβολή και κατοχή του Ιράκ, που είναι πλούσιο σε πετρέλαιο, αποτελεί ένα φρικτό αποτέλεσμα αυτής της απάντησης. Η βρετανική ιατρική εφημερίδα “The Lancet” εκτίμησε ότι περισσότεροι από 1 εκατομμύριο Ιρακινοί έχουν πεθάνει μετά από την εισβολή του 2003.

Ο Foster εξετάζει πώς η κυβέρνηση των Η.Π.Α. ήδη καταστρώνει σχέδια για μια “στρατιωτική αντίδραση” στην οικολογική κρίση. Η κυβέρνηση του προέδρου των Η.Π.Α. George Bush ήταν περιβόητη για την άρνηση της κλιματικής αλλαγής. Παρ’ όλα αυτά, στο παρασκήνιο ο στρατός των Η.Π.Α. τη λάμβανε σοβαρά υπόψη. Σε μια έκθεση του 2003 το Πεντάγωνο έλεγε ότι η παγκόσμια υπερθέρμανση επιταχυνόταν και συνιστούσε να «αναχθεί από επιστημονική συζήτηση σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας των Η.Π.Α.».

Αντί να δράσει για να περικόψει επειγόντως τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να διατηρήσει τη ζωή, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός προετοιμάζεται για να «προστατέψει το Αμερικανικό Φρούριο με οποιοδήποτε κόστος», προειδοποιεί ο Foster.

Μαζί με την απειλητική προοπτική νέων πολέμων και εισβολών, η ιμπεριαλιστική απάντηση στην κλιματική αλλαγή έχει προσπαθήσει να σπρώξει περισσότερο κόστος της κλιματικής αλλαγής στον παγκόσμιο Νότο. Χωρίς δραστική αλλαγή, οι φτωχότερες χώρες, που είναι οι λιγότερο υπεύθυνες για τη ρύπανση λόγω άνθρακα, θα αντιμετωπίσουν τις χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Αυτή η ανάλυση είναι σημαντική για τα περιβαλλοντικά κινήματα του αναπτυγμένου κόσμου. Η πολιτική του κινήματος ενάντια στην κλιματική αλλαγή πρέπει να είναι αντι-ιμπεριαλιστική, αντι-πολεμική και να απαιτήσει την αποπληρωμή του οικολογικού χρέους προς τον Τρίτο Κόσμο, αν θέλει να επιτύχει.

Οποιαδήποτε προσπάθεια να επιβληθεί το κυρίως φορτίο της παγκόσμιας υπερθέρμανσης στις υποανάπτυκτες χώρες που βρίσκεται σε συμφωνία με τις παρελθούσες ιμπεριαλιστικές πολιτικές, αναπόφευκτα θα αποτύχει. Στο βαθμό που οι Η.Π.Α. και άλλα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη προωθούν μια τέτοια στρατηγική, θα καταφέρουν μόνο να ωθήσουν τον κόσμο σε μια κατάσταση βαρβαρότητας, ενώ θα υπονομεύεται καταστροφικά η ανθρώπινη σχέση με τη βιόσφαιρα.

 

Μαρξισμός και Οικολογία

Στο βιβλίο-ορόσημο “Οικολογία του Μαρξ”, ο Foster εξερεύνησε τη συμβολή του Μαρξ, η οποία συχνά παραμελείται, στην οικολογική σκέψη. Στην Οικολογική Επανάσταση περιλαμβάνει μερικά κεφάλαια τα οποία αφιερώνονται περαιτέρω στην κατανόηση του Μαρξ ως ενός από τους οξυδερκέστερους περιβαλλοντικούς στοχαστές του 19ου αιώνα. Η διορατικότητα του Μαρξ εξακολουθεί να έχει σημασία σήμερα.

Αντίθετα από το να αγνοεί τα οικολογικά ερωτήματα, να εξυμνεί την αχαλίνωτη οικονομική ανάπτυξη ή να ενστερνίζεται άκριτα μια πίστη στην αναπόφευκτη επιστημονική πρόοδο, ο Μαρξ προειδοποίησε ότι η παραγωγή με σκοπό το κέρδος είχε ισοπεδωτικά αποτελέσματα για την ανθρωπότητα και το φυσικό κόσμο. Στα έργα του συχνά σχολίαζε τις συνδέσεις μεταξύ του καπιταλισμού και των κυριότερων οικολογικών προβλημάτων της εποχής του.

Οι δύο κεντρικές οικολογικές αρχές στα γραπτά του Μαρξ είναι η “ρουτίνα της παραγωγής” και το “μεταβολικό ρήγμα”.

Η ρουτίνα της παραγωγής αφορά το κεντρικό καπιταλιστικό κίνητρο για επέκταση της παραγωγής, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα φυσικά όρια στην ανάπτυξη που τίθενται από τη βιόσφαιρα. Αυτό το κίνητρο κάνει τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης έμφυτα μη βιώσιμη και αντι-οικολογική.

Αν ολόκληρος ο κόσμος κατανάλωνε τόσο όσο ο μέσος Αυστραλός, θα χρειαζόμασταν τους φυσικούς πόρους πέντε γήινων πλανητών. Αν ολόκληρος ο κόσμος ζούσε όπως ένας Βορειοαμερικάνος, τότε θα απαιτούνταν επτά πλανήτες.

Οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες είναι τόσο μη βιώσιμες, επειδή η παραγωγή είναι κλειδωμένη στην καπιταλιστική ρουτίνα της ακατάπαυστης επέκτασης και ανάπτυξης για χάρη της ανάπτυξης. Αυτό αποτελεί ένα στοιχείο κλειδί στην οικοσοσιαλιστική ερμηνεία της οικολογικής κρίσης.

Το μεταβολικό ρήγμα αναφέρεται στη θεωρία του Μαρξ ότι η καπιταλιστική παραγωγή αναγκαστικά δημιουργεί μια απότομη διάρρηξη στη σχέση – το μεταβολισμό – μεταξύ της φύσης και της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Μαρξ χρησιμοποίησε την αρχή του μεταβολισμού για να περιγράψει την περίπλοκη και αλληλοεξαρτώμενη ένωση μεταξύ ανθρωπότητας και περιβάλλοντος.

Στην εποχή του Μαρξ το ρήγμα ήταν κυρίως εμφανές στη μεγαλύτερη οικολογική κρίση του 19ου αιώνα: στην ελάττωση της γονιμότητας του εδάφους λόγω της καπιταλιστικής γεωργίας σε μεγάλη κλίμακα. Σε αυτή τη βάση εξήγε ευρύτερα συμπεράσματα που αφορούν το πώς η καπιταλιστική γεωργία στέρησε ταυτόχρονα το έδαφος και τους εργάτες από τροφή και προμήθειες.

Στο “Κεφάλαιο”, τόμος 3, ο Μαρξ έγραψε:

«Η μεγάλη κτηματική περιουσία ελαττώνει τον αγροτικό πληθυσμό σε ένα συνεχώς μειούμενο ελάχιστο και τον αντιπαραθέτει με ένα συνεχώς αυξανόμενο βιομηχανικό πληθυσμό στοιβαγμένο σε μεγάλες πόλεις· κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγει τις συνθήκες που προάγουν ένα ανεπανόρθωτο ρήγμα με τις αλληλοεξαρτούμενες διαδικασίες του κοινωνικού μεταβολισμού που προκαθορίζονται από τους φυσικούς νόμους της ίδιας της ζωής. Το αποτέλεσμα είναι μια διάβρωση της ζωτικότητας του εδάφους, που μεταφέρεται με το εμπόριο μακριά από τα σύνορα μίας μόνο χώρας».

Και συμπεραίνει:

«Η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία και η μεγάλης κλίμακας εκβιομηχανισμένη γεωργία έχουν την ίδια επίδραση: το βιομηχανικό σύστημα που εφαρμόζεται στη γεωργία [εξασθενίζει] επίσης τους εργαζόμενους εκεί, ενώ η βιομηχανία και το εμπόριο από την πλευρά τους παρέχουν στη γεωργία τα μέσα εξάντλησης του εδάφους».

Στο “Κεφάλαιο”, τόμος 1, ο Μαρξ προσέφερε μια καυστική αποτίμηση της “προόδου” των καπιταλιστικών γεωργικών μεθόδων:

«Όλη η πρόοδος της καπιταλιστικής γεωργίας αποτελεί μια πρόοδο στην τέχνη, όχι μόνο ληστείας του εργάτη, αλλά ληστείας και του εδάφους· όλη η πρόοδος όσον αφορά την αύξηση της γονιμότητας του εδάφους για μια συγκεκριμένη χρονική διάρκεια αποτελεί μια πρόοδο προς τον αφανισμό των πηγών μακράς διαρκείας αυτής της γονιμότητας. Η καπιταλιστική παραγωγή, επομένως, αναπτύσσει μονάχα τις τεχνικές και το βαθμό συνδυασμού της κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής μέσω της ταυτόχρονης υπονόμευσης των αρχικών πηγών πλούτου – του εδάφους και του εργάτη».

Ο Foster υποστηρίζει ότι ο Μαρξ χρησιμοποίησε την αρχή του μεταβολικού ρήγματος πέρα από τη γεωργία. Η καπιταλιστική παραγωγή για το κέρδος προοδευτικά αποξενώνει την ανθρώπινη κοινωνία από όλες τις σφαίρες της φύσης, έστω και αν μια σταθερή σχέση με τη φύση είναι ζωτική για την ανθρώπινη ύπαρξη. Το καθήκον άμβλυνσης του ρήγματος και οικοδόμησης μιας αληθινά βιώσιμης κοινωνίας αποτελούσε κεντρικό στόχο της θεώρησης του Μαρξ για ένα δημοκρατικό, σοσιαλιστικό μέλλον.

Στο “Κεφάλαιο” ο Μαρξ είπε:

«Η ελευθερία μπορεί μόνο να αποτελείται από αυτό, οι κοινωνικοποιημένοι [άνθρωποι], οι συνεταιρισμένοι παραγωγοί, να κυβερνούν τον ανθρώπινο μεταβολισμό με τη φύση κατά έναν ορθολογικό τρόπο, φέρνοντάς τον κάτω από το δικό τους συλλογικό έλεγχο παρά όντας κυριαρχημένοι από αυτόν ως μια τυφλή δύναμη· διεκπεραιώνοντάς τον με τη μικρότερη δαπάνη ενέργειας και υπό συνθήκες πιο αντάξιες και κατάλληλες για την ανθρώπινή τους φύση».

Αντίθετα από τις κυρίαρχες οικονομικές προσεγγίσεις, οι μαρξιστές θεωρούν ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία των φυσικών πόρων αποτελεί τον κυριότερο φραγμό για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Στον τρίτο τόμο του “Κεφαλαίου”, ο Μαρξ συγκρίνει ακόμη και τη σχέση μεταξύ φύσης και ανθρωπότητας υπό τον καπιταλισμό με σκλαβιά.

«Υπό την οπτική μιας ανώτερης κοινωνικο-οικονομικής δομής, η ιδιωτική ιδιοκτησία συγκεκριμένων ατόμων στη γη θα φαίνεται τόσο παράλογη όσο η ιδιωτική ιδιοκτησία ενός ανθρώπου σε έναν άλλον άνθρωπο. Ακόμη και μια ολόκληρη κοινωνία ή ένα έθνος ή όλες οι ταυτόχρονα υπάρχουσες κοινωνίες μαζί, δεν είναι ιδιοκτήτες της γης. Είναι απλά οι κάτοχοί της, οι δικαιούχοι της, και πρέπει να την κληροδοτούν σε μια βελτιωμένη κατάσταση στις επόμενες γενιές».

Ο συν-στοχαστής του Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, είπε ότι ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να διατηρήσει μια βιώσιμη σχέση με το φυσικό κόσμο γιατί «σε σχέση με τη φύση, όπως και με την κοινωνία, η παρούσα μέθοδος παραγωγής ενδιαφέρεται πάνω από όλα για το άμεσο, το χειροπιαστό αποτέλεσμα».

 

Μία Επανάσταση

Ολόκληρη η ουσία της “Οικολογικής Επανάστασης” είναι ότι «η μετάβαση στο σοσιαλισμό και η μετάβαση σε μια οικολογική κοινωνία αποτελούν ένα και το αυτό».

Ο πρόεδρος της Βενεζουέλας Hugo Chavez προάγει αυτό που αποκαλεί ένα “στοιχειώδες τρίγωνο σοσιαλισμού” για να εξηγήσει τους στόχους του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα. Αυτοί είναι 1) η κοινωνική ιδιοκτησία, 2) η κοινωνική παραγωγή οργανωμένη από τους εργάτες και 3) η ικανοποίηση των κοινών αναγκών.

Ο Foster λέει ότι ένα “στοιχειώδες τρίγωνο οικολογίας” πρέπει επίσης να βρίσκεται στη ρίζα αυτής της επαναστατικής άποψης. Συνοψίζει: 1) κοινωνική χρήση, όχι ιδιωτική ιδιοκτησία, της φύσης, 2) δημοκρατική και ορθολογική ρύθμιση του μεταβολισμού μεταξύ φύσης και ανθρώπινων όντων και 3) ικανοποίηση των κοινών αναγκών, των παρόντων και των μελλοντικών γενεών.

«Ο στόχος», λέει ο Foster, «πρέπει να είναι η δημιουργία βιώσιμων κοινοτήτων εφοδιασμένων για την ανάπτυξη των ανθρώπινων αναγκών και δυνάμεων, εκκαθαρισμένων από την καθολικά διαβρωτική επιδίωξη συσσώρευσης πλούτου».

Υπογραμμίζει την ευθύνη που πέφτει στα κινήματα για κοινωνική και οικολογική δικαιοσύνη στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως η Αυστραλία και οι Η.Π.Α., να πραγματοποιήσουν μια επαναστατική μετάβαση σε μια δίκαιη και βιώσιμη κοινωνία εγκαίρως.

Μόνο μέσω θεμελιώδους αλλαγής στον πυρήνα του συστήματος, από το οποίο οι πιέσεις στον πλανήτη κυρίως πηγάζουν, υπάρχει η οποιαδήποτε γνήσια πιθανότητα αποφυγής της τελικής φάσης της οικολογικής καταστροφής. Η “Οικολογική Επανάσταση” αποτελεί μια εξαιρετικά πολύτιμη και σημαντική συνεισφορά σε αυτό το βασικό καθήκον.

 

*Ο Σάιμον Μπάτλερ είναι αυστραλός ακτιβιστής του κλίματος, μέλος του Democratic Socialist Perspective. Η παρούσα κριτική δημοσιεύθηκε στο “Links International Journal of Socialist Renewal”, http://links.org.au/node/1193. Μετάφραση: Δάφνη Αναστασιάδη.

 

Προσθήκη νέου σχολίου


Κωδικός ασφαλείας
Ανανέωση