Gotz Aly - Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ

το_λαϊκό_κράτος_του_Χίτλερ_Gotz_AlyGotz Aly - Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ
Εκδόσεις Κέδρος, 518 σελίδες, 25€

Του Στρατή Κωνσταντάρα


Ο συγγραφέας του βιβλίου προσπαθεί να μας εισάγει σ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης γύρω από την Ναζιστική Γερμανία. Η βασική του ιδέα είναι ότι το καθεστώς βασίστηκε στην κοινωνική δωροδοκία, στο ρουσφέτι, σε μια ιδιότυπη σειρά παροχών στα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Παραχωρούνταν φορολογικά προνόμια και στήριξη των καταναλωτικών αναγκών των στρωμάτων αυτών με παράλληλη πίεση στους υψηλά αμειβόμενους και την αστική τάξη.
Το βιβλίο ξεκινάει αναλύοντας κυρίως με οικονομικά παραδείγματα την «δικτατορία του ρουσφετιού» όπως ονομάζει την ναζιστική κοινωνία. Στην προσπάθειά τους οι οικονομολόγοι του Ράιχ μαζί με το καθεστώς να διατηρήσουν μία παραπλανητική εσωτερική σταθερότητα στην Γερμανία, διόγκωναν το δημόσιο έλλειμμα μέσα από υπέρογκα δάνεια ώστε να καταφέρνουν να διατηρούν στο ακέραιο την αγοραστική ικανότητα του μέσου Γερμανού. Στην βάση τού ότι η λαϊκή διάθεση δεν πρέπει να υπονομεύεται ειδικότερα σε περίοδο πολέμου, τα πολεμικά βάρη μεταφέρονταν κυρίως στις μεγάλες επιχειρήσεις, και τα περιουσιακά στοιχεία αποκτούσαν ανώτατα όρια. Το δημόσιο ταμείο του Ράιχ θα απορροφούσε την πλειονότητα των επιχειρηματικών κερδών. Κεντρικό ρόλο σε όλη αυτήν την διαδικασία έπαιζε η «αρειοποίηση» των εβραϊκών περιουσιών που μπορούσε να συρρικνώνει το δημόσιο έλλειμμα παρά τα υπερβολικά ανοίγματα του κράτους μέσα στον πόλεμο.
Παράλληλα το καθεστώς συνδύαζε την εσωτερική «γαλήνη» με την συνεχή επέκταση και λεηλασία χωρών, των οικονομιών τους και των κατοίκων τους. Όποια χώρα καταλάμβαναν οι Ναζί την μετατρέπαν σε επ’ αόριστον χρηματοδότη της Βέρμαχτ και κατ’ επέκταση του Ράιχ. Μέσα από ένα σύστημα που εξέδιδε η κάθε τοπική δύναμη κατοχής, οι χώρες αυτές λεηλατούνταν νομισματικά, καθώς εξαναγκάζονταν οι ίδιες σε δάνεια για να καταφέρνουν να χρηματοδοτούν την γερμανική πολεμική μηχανή. Ο Aly επισημαίνει μάλιστα μία έξαρση αυτοπλουτισμού των κατακτητών στρατιωτών του Ράιχ, καθώς λόγω της υπεροχής του μάρκου επί των τοπικών νομισμάτων μπορούσαν να επιδίδονται σε ένα αδιάκοπο «γιουσουρούμ» προϊόντων που βέβαια μεταφέρονταν στην πατρίδα και έκαναν ευτυχή όλη την οικογένεια.
Περισσότερο βέβαια υπέφεραν οι πληθυσμοί της Ανατολής, οι οποίοι λειτουργούσαν ως αναγκαστικοί εργάτες, και η όποια περιουσία τους μετατρεπόταν σε έκτακτα δημόσια έσοδα για το Ράιχ. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Το δίλημμα που είχε μπει στο καθεστώς μετά τις βαθιές πολεμικές του εξορμήσεις στις περιοχές μέσα και γύρω απ’τη Ρωσία, ήταν εάν θα επιβάρυνε και άλλο τον πολεμικό προϋπολογισμό για να συντηρήσει τα στρατεύματα της εκστρατείας. Η επιλογή των Ναζί ήταν να εξοντώσουν λόγω πείνας ολόκληρες περιοχές ανατολικών χωρών «για να μην πεινάσει ο Γερμανός στρατιώτης».
Στην περίπτωση και πάλι των απαλλοτριωμένων εβραϊκών αγαθών, αυτά μετατρέπονταν σε ομόλογα του Ράιχ, λειτουργούσαν δηλαδή ως ιδιωτικές μεταβιβάσεις στα κρατικά ταμεία, κάτι σαν ένα τεράστιο και απόλυτα μεθοδικό ξέπλυμα χρήματος.
Ακόμα και ειδική υπηρεσία για την ρευστοποίηση των κοσμημάτων και των αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα είχε ιδρυθεί από το Ράιχ. Όποιο χρήμα μάλιστα πήγαινε μέσα από την κλοπή των περιουσιών των Εβραίων των διαφόρων χωρών στους κρατικούς προϋπολογισμούς των κατακτημένων χωρών, κάποιες φο­ρές με την συνδρομή των τοπικών δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, οι Ναζί μπορούσαν να το οικειοποιηθούν μετέπειτα χωρίς καν να αφήσουν ίχνη. Στην ίδια την Ελλάδα ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί για την περίπτωση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Συνδέει τον εκτοπισμό τους με την ανάγκη για στήριξη της πληθωριστικής δραχμής μέσα από την πώληση χρυσού από τις περιουσίες τους. Η αντιμετώπιση δηλαδή του πληθωρισμού περνούσε μέσα από την κλοπή και μεταπώληση των εβραϊκών αντικειμένων με την αρωγή των τοπικών αρχών της Θεσσαλονίκης. Το βασικό του λοιπόν επιχείρημα σε ολόκληρο σχεδόν το βιβλίο είναι ότι πέρα από την ρατσιστική πολιτική απέναντι στους Εβραίους το καθεστώς κυρίως είχε ανάγκη οικονομικά την λεία αυτή για να συντηρεί και να αναπτύσσει χωρίς ελλειμματικά αδιέξοδα την πολεμική του μηχανή. Ενώ παράλληλα η μοιρασιά των κερδών από τις περιουσίες αυτές θα ήταν δίκαιη προς όλους τους Γερμανούς από το δημόσιο ταμείο. Εκεί που το βιβλίο παρουσιάζει κενά στο πλαίσιο ανάλυσής του είναι στον τρόπο και στους λόγους που ο μέσος Γερμανός και τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα φαίνονται να συναινούν απέναντι στο καθεστώς.
Ο συγγραφέας ξεχνά να επισημάνει ότι βασικό χαρακτηριστικό του ναζισμού κατά τα χρόνια της ανόδου και επιβολής του είναι η μαζική καταστολή στο εσωτερικό. Αυτή κατευθύνεται μαζικά και κυρίαρχα απέναντι στα οργανωμένα τμήματα της εργατικής τάξης είτε αυτά είχαν οργανικές σχέσεις με την σοσιαλδημοκρατία είτε με το κομμουνιστικό κόμμα. Οι δεσμοί, πολιτικοί και κοινωνικοί, μεταξύ των εργαζόμενων καταστρέφονται. Τα κόμματα και τα δίκτυα κάθε μορφής διαλύονται. Οι ναζί περνάνε μέσα από την διάλυση της οργανωμένης δύναμης της εργατικής τάξης και η στρατηγική τους αυτή δεν είναι ένα απλό συμπλήρωμα στην γενικότερη πολιτική τους απέναντι στην κοινωνία, αλλά βασική προϋπόθεση για το στερέωμα του ολοκληρωτικού τους καθεστώτος στα πρώτα κυρίως χρόνια. Η συναίνεση και το ρουσφέτι που αναφέρει ο Aly, ναι μεν αποτελούν συστατικό στοιχείο της δικτατορίας ειδικά αφού έχει επιβληθεί, αλλά από μόνα τους δεν μπορούν να συμμορφώνουν όλη την κοινωνική δυναμική της Γερμανίας του μεσοπολέμου. Οι αντιστάσεις υπήρχαν, παρότι αποσπασματικές και μικρές για να μπορέσουν να επιφέρουν το οποιαδήποτε πλήγμα στο καθεστώς. Η άποψη της συνενοχής του γερμανικού λαού στα ναζιστικά εγκλήματα λόγω των οικονομικών παροχών που καρπωνόταν από το Ράιχ μοιάζει σαν στείρος οικονομισμός.
Σίγουρα στην περίπτωση των μικροαστών και των μεσαίων στρωμάτων οι Ναζί μπορούσαν να πετύχουν την κοινωνική εξαγορά, καθώς οι δεσμοί και η αλληλεγγύη μεταξύ των στρωμάτων αυτών είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Η ταξική τους θέση μπορεί εύκολα να τους παρασύρει στην εξατομίκευση και την παθητική αποδοχή ενός καθεστώτος, ελλείψει και των όποιων συλλογικοτήτων θα μπορούσαν να αντισταθούν. Η εργατική τάξη όμως της Γερμανίας έπρεπε να συντριβεί και σε οργανωτικό επίπεδο, για να μπορέσουν οι Ναζί να την ελέγχουν.
Το βιβλίο αξίζει λοιπόν να διαβαστεί κυρίως για τις συνδέσεις που κάνει για την σχέση της αρειοποίησης των εβραϊκών περιουσιών και της πολεμικής οικονομίας του Ράιχ, αλλά μάλλον δείχνει αδυναμίες στο όλο επιχείρημα περί γενικευμένης δωροδοκίας της κοινωνίας.

 

Πηγή: Ιστοσελίδα του ΣΕΚ, http://www.sekonline.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=88:gotz-aly-το-λαϊκό-κράτος-του-χίτλερ&Itemid=28.